Σε προηγούμενη ανάρτηση (μπορείτε να την
διαβάσετε εδώ) είχα μιλήσει για του 1027 Μακεδόνες που αγωνίστηκαν μαζί με τους Ψαριανούς και έπεσαν ηρωικά στο Ολοκαύτωμα των Ψαρών. Ένα μέρος από το χρέος μας, ως Ψαριανών, απέναντι στην Μακεδονία και τους Μακεδόνες φρόντισε 90 χρόνια να αποπληρώσει ένας Ιεράρχης που η καταγωγή του έλκεται από το ηρωοτόκο νησί μας, ο Γερμανός Καραβαγγέλης.
Ο Γερμανός , κατά κόσμον Στυλιανός, γεννήθηκε στη Στύψη της Λέσβου στις 16 Ιουνίου του 1866, από Ψαριανό πατέρα. Οι γονείς του Χρυσόστομος Καραβαγγέλης ή Μαχαίρας, με καταγωγή από τα Ψαρά και η Μαριγώ Κουτσουβέλη το γένος Γελαγώτου απέκτησαν και άλλα επτά παιδιά, έξι κορίτσια και ένα αγόρι, από τα οποία, το αγόρι και ένα κορίτσι πέθαναν νωρίς. Από τον Ψαριανό παππού του ο οποίος βρέθηκε στην Λέσβο μετά την καταστροφή των Ψαρών και που έλαβε μέρος στην επανάσταση του 1821 και του διηγούνταν πολλά κατορθώματα, φαίνεται να επηρεάστηκε και σφυρηλάτησε τον θαρραλέο και αγωνιστικό χαρακτήρα του.
|
Οι γονείς του Γ. Καραβαγγέλη, Χρυσόστομος Καραβαγγέλης και Μαρία Κουτσουβέλη με δύο από τις αδελφές του |
Μεγάλωσε στο Αδραμύτιο της Μικράς Ασίας όπου μετακόμισε η οικογένειά του όταν ο Στυλιανός ήταν δύο χρονών· εκεί ο πατέρας του άνοιξε εμπορικό κατάστημα. Από το Αδραμύτιο θα φύγει νέος πια, με υποτροφία που του χορηγεί, εκτιμώντας την ευφυΐα του, την φιλομάθειά του και το παρουσιαστικό του, ο Μητροπολίτης Εφέσου Αγαθάγγελος, για να σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την οποία θα αποφοιτήσει με άριστα το 1888. Την ημέρα της αποφοίτησης, χειροτονήθηκε διάκονος από τον Πατριάρχη Διονύσιο Ε΄ και πήρε το όνομα Γερμανός, προς τιμήν του ιδρυτή της Σχολής, Πατριάρχη Γερμανού Δ΄. Κατόπιν, συνέχισε τις σπουδές του, με δαπάνες του πλούσιου Χιώτη ομογενή Στεφάνοβικ, σπουδάζοντας επί τριετία φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας και της Βόννης.
Μετά την ανακήρυξή του σε διδάκτορα επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη, όπου το 1891 διορίστηκε καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Το 1896 χειροτονήθηκε επίσκοπος Πέραν με τον τίτλο "επίσκοπος Χαριουπόλεως", όπου και ανέπτυξε σπουδαία δράση αφενός καταπολεμώντας ξένες προπαγάνδες και αφετέρου για την ελληνοπρεπέστερη μόρφωση των Ελλήνων μαθητών, αποσπώντας τους από ξένες σχολές που είχαν στο μεταξύ ιδρυθεί, ιδίως των Καθολικών.
Το 1900 τοποθετείται Μητροπολίτης Καστορίας, από τον Πατριάρχη Κωνσταντίνο Ε΄. Από της ενθρόνισής του άρχισε με τους λόγους του να εμψυχώνει και να αναπτερώνει το ηθικό των Ελλήνων της περιοχής και να οργανώνει ένοπλα σώματα κατά των ομοίως ενόπλων Βουλγάρων Εξαρχικών, που επιχειρούσαν την προσάρτηση των ελληνογενών χριστιανικών πληθυσμών στη Βουλγαρική Εξαρχία. Μαζί και με άλλους ιεράρχες της περιοχής που έδρασαν ομοίως ακολουθώντας το παράδειγμά του, ο Μακεδονικός Αγώνας γενικεύθηκε. Κατάφερε πολλά χωριά και κωμοπόλεις να αποσκιρτήσουν από τη Βουλγαρική Εξαρχία και να επανενταχθούν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Παράλληλα, στην πολιτική σκηνή ζήτησε την επίσημη παρέμβαση του Ελληνικού Κράτους στον Αγώνα προκειμένου να μη μένει η πρωτοβουλία στους Βούλγαρους. Βέβαια το αίτημά του εκείνο είχε περισσότερο θρησκευτικό χαρακτήρα παρά εθνικο-κεντρικό. Οι προσπάθειές του εκείνες, στέλνοντας σχετικές εκθέσεις στους Έλληνες πρωθυπουργούς Α. Ζαΐμη και Θ. Δεληγιάννη, τελικά απέδωσαν, όταν το 1904 η Ελλάδα υπό την πίεση και της κοινής γνώμης αποφάσισε την ενεργή συμμετοχή της στον ένοπλο αγώνα αντίστασης.
Ο ελληνικός κλήρος, ως ήταν επόμενο, υποστήριξε με μανία την τότε επιχείρηση του ελληνικού κράτους, με συνέπεια ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης να καταστεί ο μεγαλύτερος εχθρός του Βουλγαρικού Κομιτάτου. Πολλά στοιχεία για τη δράση του αντλούνται από τα απομνημονεύματά του, τα οποία δημοσιεύτηκαν από το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ) (Καραβαγγέλης Γερμανός, Μητροπολίτης Καστοριάς: Ο Μακεδονικός Αγών).
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης κατέστη ο πρώτος και ο πιο επίμονος υπέρμαχος του αντιανταρτικού κινήματος. Στην αρχή προσπάθησε με τα κηρύγματά του να συνετίσει τους πάντες ότι ανήκουν στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και μόνο, ενώ ως εθνότητα που κατοικεί στη περιοχή είναι όλοι Έλληνες. Στις ομιλίες του εκείνες δεν δίστασε αρχικά να επισκεφτεί τους ίδιους τους κομιτατζήδες, όπως και τον αρχικομιτατζή Βασίλ Τσακαλάρωφ. Στα επόμενα όμως 7 χρόνια (1900 - 1907) όπου γενικεύτηκαν οι καταστροφές και οι σκοτωμοί, ως μητροπολίτης Καστοριάς ύψωσε το σύνθημα «Βούλγαρος να μη μείνει».
Από κοινού με τον αξιωματικό του ελληνικού στρατού Βάρδα, ο Καραβαγγέλης εμπνέει και δημιουργεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκδίκηση των σφαγών που συγκλόνισαν τότε τον κόσμο. Είναι πολύ φυσικό κάτω από εκείνη την αντιπαλότητα και το θρησκευτικό μένος να συνέβησαν και διάφορα έκτροπα, στα οποία φέρεται να συνήργησε ο επίσκοπος Γερμανός χωρίς όμως και να έχουν όλα αποδειχθεί. Κατηγορήθηκε από τους Μακεδόνες (αλλά και από κύκλους της Αθήνας) ότι κατέδωσε τον Κώττα Χρήστου στις Οθωμανικές αρχές. Ο καπετάν Κώττας ήταν αδελφοποιητός (από την παλιά συνεργασία του) με το Μήτρο Βλάχο και αδυνατούσε εξ αυτού να τον σκοτώσει. Το ίδιο και ο Μήτρο Βλάχο προς αυτόν. Αυτό εξόργιζε τον Καραβαγγέλη, αλλά και πολλούς Έλληνες που ήταν αμείλικτοι προς τη Βουλγαρική πλευρά. Εν τούτοις, οι κατηγορίες αυτές δεν αποδείχτηκαν ποτέ.
|
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης ανάμεσα σε Τούρκους αξιωματικούς και στρατιώτες |
Το 1908, με το τέλος του Μακεδονικού Αγώνα η Οθωμανική κυβέρνηση απαίτησε, μετά από επιμονή στο Πατριαρχείο, την μετακίνησή του Γερμανού όπου και εξελέγη και ανέλαβε Μητροπολίτης Αμασείας του Πόντου με έδρα την Σαμψούντα. Ο Γερμανός και εκεί ανέπτυξε έντονη δράση δημιουργώντας σχολεία και ιδρύοντας γυμνάσιο, αλλά και ένοπλες ομάδες κατά των Τούρκων ατάκτων που λυμαίνονταν την περιοχή. Το 1913 ως μητροπολίτης Αμασείας διετέλεσε τοποτηρητής του πατριαρχικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης. Αντιστάθηκε σθεναρά στις διώξεις των Νεοτούρκων αφιερώνοντας τις δυνάμεις του στην υπεράσπιση των δικαίων των Ελλήνων και Αρμενίων. Για τις ενέργειές του αυτές συνελήφθη και στάλθηκε δέσμιος στη Κωνσταντινούπολη, όπου και φυλακίστηκε το 1917 για κάποιο χρονικό διάστημα. Στις 10 Μαρτίου 1921 ο Γερμανός πρότεινε στον υπουργό εξωτερικών της Ελλάδας, Μπαλτατζή, συνεργασία με Κούρδους και Αρμένιους εναντίον του εθνικιστικού κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ. Η ποντοαρμενική συνεργασία αποσκοπούσε στην ίδρυση μιας αυτόνομης χριστιανικής δημοκρατίας (κράτους) στην περιοχή του Πόντου. Η κυβέρνηση όμως του Γούναρη, απομονωμένη από τους συμμάχους, δεν πήρε καμιά πρωτοβουλία. Αργότερα το 1924 ο Γερμανός Καραβαγγέλης τοποθετήθηκε έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Βιέννη.
Πέθανε πάμπτωχος στις 11 Φεβρουαρίου του 1935 στη Βιέννη. Το 1959 το «Ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου» από κοινού με την «Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών» επιχορήγησαν τη μεταφορά των οστών του με τιμητική συνοδεία αρχικά στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στην Καστοριά, όπου και τοποθετήθηκαν σε κρύπτη κάτω από τον ανδριάντα του.
A.M.K.