Παρασκευή 2 Ιουνίου 2017

Ο πετεινός του Κανάρη


     Για τον Ψαριανό πυρπολητή Κ. Κανάρη έχουν γραφτεί πάμπολλα ποιήματα. Τα ηρωικά του κατορθώματα έχουν εμπνεύσει ποιητές επί ποιητών να γράψουν εκατοντάδες στοίχους. Από τον Βαλαωρίτη ως τον Ουγκό και από τον Κάλβο ως τους ανώνυμους λαϊκούς ποιητές. Μα μέσα σε όλα ξεχωρίζει ένα μόνο. Όχι για την άψογη ποιητική του απόδοση αλλα γιατί δεν μιλάει ούτε για μπουρλότα ούτε για ηρωικές ναυμαχίες. Μιλάει για μια απλή, καθημερινή στιγμή του Ήρωα όταν, γέρος πια, είχε αποσυρθεί από την δημόσια ζωή και ησύχαζε στο κτήμα του στην Κυψέλη. Τιτλοφορείτε «ο Πετεινός του Κανάρη» και μας μιλάει για την άρνηση του πυρπολητή να σφάξει τον κόκορα που εξέτρεφε . Μια ανθρώπινη στιγμή που μας δείχνει την παιδική ψυχή που έκρυβε μέσα του ήρωας του 1821.Δημηουργός του ποιήματος ο Δημήτριος Κόκκος.
     Ας δούμε, πριν περάσουμε στο ποίημα, τον σύντομο βίο του αδικοχαμένου ποιητή. Γεννήθηκε στην Ανδρίτσαινα το 1856. Σχολείο πήγε στην Αθήνα. Σπούδασε νομική και αποφοίτησε με διδακτορικό. Προτίμησε να εργαστεί ως δημόσιος υπάλληλος. ο Δ. Κόκκος διέπρεψε ως ποιητής με ισχυρή φαντασία και καλλιτεχνικό αίσθημα. Σκοτώθηκε νεότατος (36 χρονών) στην Αθήνα το 1891. Ένας παράφρονας δολοφόνος τον πυροβόλησε την ώρα που έβγαινε από το θερινό θέατρο «Ομόνοια», στο οποίο παιζόταν το έργο του «Η Λύρα του Γέρο-Νικόλα». Έγραψε πάρα πολλά ποιήματα παντός είδους, πατριωτικές ωδές, θούρια, ειδύλλια, ελεγεία, ηρωικοκωμικά, και επικολυρικά. Καθώς επίσης και ένα δράμα, τον «Καπετάν Λάζαρο», τον οποίο δεν πρόλαβε να ανεβάσει στην σκηνή.



Ο Πετεινός του Κανάρη



Εις την Κυψέλην, τ’ όνομα αυτό ποιος δεν γνωρίζει;

Στη μυρωμένη εξοχή, στο σπίτι του Κανάρη,

Που γύρω του ζωγραφιστό λειβάδι πρασινίζει,

Κι είν’ αζωγράφιστη μακρυά της θάλασσας η χάρη.

Εκεί που του πυρπολητού είν’ η καρδία θαμμένη,

Και προσκυνούν, σαν σε βωμό, κι οι Έλληνες κι οι ξένοι.

Εκεί ο γέρο Ναύαρχος τις ώρες του περνούσε,

Με μερικές του όρνιθες και μ’ ένα πετεινό του

Και κάποτε που μοναχός στον κήπο τριγυρνούσε,

Ο πετεινός κυρτώνοντας σαν φίδι, τον λαιμό του,

Ετραγουδούσε με χρυσό πλουμιδιστό κεφάλι,

Και λές πως ύμνο ήθελε στο ναύαρχο να ψάλλη…

Με τον καιρό οι όρνιθες πληθαίνουν, και μια μέρα

Που έβοσκαν στο πράσινο του λιβαδιού χορτάρι

Και η φωνή του πετεινού ακούγονταν ως πέρα

Η ναυαρχίνα έρχεται και λέει στον Κανάρη ,

Πως η γιορτή του σίμωσε και πως το έχει τάξει,

Εις του Ναυάρχου την γιορτή τον πετεινό να σφάξη.

Ο Ναύαρχος σαν τ‘ άκουσε στη Δέσποινα γυρίζει.

Και με μικρού παιδιού φωνή και σύγχυση και βλέμμα,

Την ώρα που κακή ψυχή σκληρά το βασανίζει

Της λέει: Έχεις την καρδιά πουλιού να χύσεις αίμα;

Και του Κανάρη η καρδιά βαθειά εσυγκινήθη,

Σαν κάτι να την βάρυνε στα πέτρινά του στήθη.

Σ’ αυτή του την συγκίνηση για κάμποσο εστάθη

Ο Ναύαρχος, που μια φορά με τον δαυλό στο χέρι

Χιλιάδες έστελνε νεκρούς στης θάλασσας τα βάθη,

Κι αιμάτωσε τα κύματα με της Τουρκιάς τ’ ασκέρι.

Λυπήθηκε και εθάμπωσε το φλογερό του βλέμμα,

Γιατ΄ άκουσε πως θα χυθή του πετεινού το αίμα…




________
Ανδρέας Μ. Καραγιώργης



*στο ποίημα διατηρήθηκε η αρχική ορθογραφία.