Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

Οι πρώτοι 576 Ψαριανοί που επέστρεψαν στα Ψαρά μετά την καταστροφή

   
   Το σημερινό τεκμήριο είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που μπορεί να βρίσκονται μπροστά στα μάτια σου, που μπορεί να τις έχεις προσπεράσει δεκάδες φορές και ποτέ να μην συναντιέστε. Στην ψηφιοποιημένη συλλογή του Γενικού Αρχείου του Κράτους έχω κάνει πάμπολλες αναζητήσεις και έχω κατεβάσει στον υπολογιστή μου ίσως και εκατοντάδες αρχεία που περιμένουν την σειρά τους να μελετηθούν. Το συγκεκριμένο όμως κατάλογο με τους 576 Ψαριανούς δεν έτυχε να τον ανακαλύψω. Μου τον έστειλε μόλις χθες ένας άνθρωπος που ενώ η οικογένεια του δεν επέστρεψε ποτέ στα Ψαρά μετά την καταστροφή έχει μια αγάπη για το νησί και την Ιστορία του που πραγματικά με κατέπληξε. Πρόκειται για τον χημικό μηχανικό Κωνσταντίνο Γ. Κουτσοδόντη. Με καταγωγή από τα Ψαρά αλλά χωρίς καμία επαφή με το νησί, έχει ένα πάθος με την αναζήτηση της ιστορία της οικογένειάς του που μοιραία διασταυρώνεται με την ιστορία των Ψαρών. Με τον Κωνσταντίνο ήρθαμε σε επαφή όταν διάβασε το blog μου και μου έστειλε email. Όταν χθες μου έστειλε τον κατάλογο που είχε ανακαλύψει στο Γενικό Αρχείο του Κράτους πραγματικά δεν πίστευα στα μάτια μου.
Ψαρά 1834
     Πρόκειται για ένα γραμμα των 576 κατοίκων των Ψαρών, τον Μάρτιο του 1831, προς την Δημογεροντία των Ψαριανών που έχει έδρα την Αίγινα. Οι Δημογέροντες μεταβιβάζουν αντίγραφο της επιστολής των Ψαριανών προς τον Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια. Η επιστολή αναφέρει τα εξής ο νέος Μουσελίμης της Χίου ζητά από τους Ψαριανούς να στείλουν αντιπροσώπους προκειμένου να τους μιλήσει. Καταλαβαίνουμε ότι θέλει να επικυρώσει την Σουλτανική Κυριαρχία στο νησί. Οι Ψαριανοί που έχουν επιστρέψει στο νησί τους σχεδόν αποκομμένοι από του υπολοίπους και ενώ η δημιουργία του ελληνικού κράτους είναι σε εξέλιξη αναρωτιούνται αν τελικά το νησί τους θα “μπει εις την Τουρκιά ή εις την Κυβέρνησιν” όπως χαρακτηριστικά γράφουν. Έτσι αντί να απαντήσουν στον Μουσελίμη της Χίου συντάσσουν κατάλογο με όσους βρίσκονται στο νησί “576 ψυχαί” και τον αποστέλλουν μαζί με την επιστολή του Μουσελίμη στην Δημογεροντία των Ψαριανών στην Αίγινα με τον συμπατριώτη τους Κωσταντή Γιαλουράκη. Παράλληλα ζητούν ενημέρωση για τα τεκταινόμενα αλλά και σε περίπτωση που τα Ψαρά παραμείνουν Τουρκικά, προστασία προκειμένου να μην βιώσουν μια νέα καταστροφή. 
     Από τα ονόματα που βλέπουμε στον κατάλογο όπως Νικολής Μαρίνος, Κωνσταντής Κοτρόζος, Νικολής Καραγιώργης, Γιάννης Μόρος κ.α. καταλαβαίνουμε ότι η πλειοψηφία αυτόν παρέμειναν στα Ψαρά. Βέβαια από το παράδειγμα του μοναχού και αγωνιστή Ιωάσαφ Νικολάρα που αναφέρεται στον κατάλογο μαζί με την συνοδεία του και τον πετυχαίνουμε στις 21/2/1850 να απογράφεται στην Ερμούπολη κάποιοι από αυτούς ίσως να επέστρεψαν πρόσκαιρα ή και μόνιμα στο Ελληνικό Ανεξάρτητο πια κράτος. 
     Η αξία αυτού του καταλόγου είναι πολλαπλή. Αρχικά αποδεικνύεται ότι οι Ψαριανοί επέτρεψαν στο νησί τους γύρω στο 1830 κάτι που έρχεται σε αντίθεση με αυτό που μέχρι πρότινος πιστεύαμε, την επιστροφή δηλαδή των Ψαριανών μετά το 1845. Δεύτερον βλέπουμε ότι αναφέρονται έξι μοναχοί στο επάνω Μοναστήρι και τρεις στην Αγία Τριάδα του Ξερόκαμπου κάτι που δείχνει ότι η πρόσφατη ανακάλυψη του πατρός Ιωακείμ Αρχοντού με σφραγίδα της Μονής με αναγραφόμενο το έτος 1836 έχει μια λογική βάση. Τρίτον μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα για όσους επέστρεψαν. Πολυμελής οικογένειες, χήρες με τα τέκνα τους, υπερήλικες αλλά και άνθρωποι εντελώς μόνοι εμπεριέχονται στον κατάλογο. Κάποιοι αναφέρονται με ονοματεπώνυμο και κάποιοι άλλοι με παρατσούκλια. Τέλος το σημαντικότερο όλων είναι αυτός καθ' αυτός ο κατάλογος καθώς ίσως αποτελεί την μόνη καταγραφή των πρώτων Ψαριανών που επέστρεψαν στον νησί τους μετά την καταστροφή καθώς ως γνωστόν το αρχείο των Ψαρών μετά την καταστροφή και έως το 1940 εκλάπη από του Γερμανούς το 1941 κατ' εντολή του φον Κανάρι που έψαχνε απεγνωσμένα να αποδείξει την ανύπαρκτη καταγωγή του από τον Κ. Κανάρη. 
     Παρακάτω θα βρείτε την επιστολή των Ψαριανών προς την Δημογεροντία των Ψαριανών με τον κατάλογο των 576 κατοίκων καθώς και το αντίγραφο της επιστολής του Μουσελίμη της Χίου που τους ώθησε σε αυτήν την ενέργεια. 

Α. Μ. Καραγιώργης








Αντίγραφο της επιστολής του Μουσελίμη της Χίου





Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018

Γερμανός Καραβαγγέλης, ένας Μακεδονομάχος από τα Ψαρά

   
     Σε προηγούμενη ανάρτηση (μπορείτε να την διαβάσετε εδώ) είχα μιλήσει για του 1027 Μακεδόνες που αγωνίστηκαν μαζί με τους Ψαριανούς και έπεσαν ηρωικά στο Ολοκαύτωμα των Ψαρών. Ένα μέρος από το χρέος μας, ως Ψαριανών, απέναντι στην Μακεδονία και τους Μακεδόνες φρόντισε 90 χρόνια να αποπληρώσει ένας Ιεράρχης που η καταγωγή του έλκεται από το ηρωοτόκο νησί μας, ο Γερμανός Καραβαγγέλης.
     Ο Γερμανός , κατά κόσμον Στυλιανός, γεννήθηκε στη Στύψη της Λέσβου στις 16 Ιουνίου του 1866, από Ψαριανό πατέρα. Οι γονείς του Χρυσόστομος Καραβαγγέλης ή Μαχαίρας, με καταγωγή από τα Ψαρά και η Μαριγώ Κουτσουβέλη το γένος Γελαγώτου απέκτησαν και άλλα επτά παιδιά, έξι κορίτσια και ένα αγόρι, από τα οποία, το αγόρι και ένα κορίτσι πέθαναν νωρίς. Από τον Ψαριανό παππού του ο οποίος βρέθηκε στην Λέσβο μετά την καταστροφή των Ψαρών και που έλαβε μέρος στην επανάσταση του 1821 και του διηγούνταν πολλά κατορθώματα, φαίνεται να επηρεάστηκε και σφυρηλάτησε τον θαρραλέο και αγωνιστικό χαρακτήρα του.
Οι γονείς του Γ. Καραβαγγέλη,
Χρυσόστομος Καραβαγγέλης
και Μαρία Κουτσουβέλη
με δύο από τις αδελφές του
     Μεγάλωσε στο Αδραμύτιο της Μικράς Ασίας όπου μετακόμισε η οικογένειά του όταν ο Στυλιανός ήταν δύο χρονών· εκεί ο πατέρας του άνοιξε εμπορικό κατάστημα. Από το Αδραμύτιο θα φύγει νέος πια, με υποτροφία που του χορηγεί, εκτιμώντας την ευφυΐα του, την φιλομάθειά του και το παρουσιαστικό του, ο Μητροπολίτης Εφέσου Αγαθάγγελος, για να σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την οποία θα αποφοιτήσει με άριστα το 1888. Την ημέρα της αποφοίτησης, χειροτονήθηκε διάκονος από τον Πατριάρχη Διονύσιο Ε΄ και πήρε το όνομα Γερμανός, προς τιμήν του ιδρυτή της Σχολής, Πατριάρχη Γερμανού Δ΄. Κατόπιν, συνέχισε τις σπουδές του, με δαπάνες του πλούσιου Χιώτη ομογενή Στεφάνοβικ, σπουδάζοντας επί τριετία φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας και της Βόννης.
     Μετά την ανακήρυξή του σε διδάκτορα επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη, όπου το 1891 διορίστηκε καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Το 1896 χειροτονήθηκε επίσκοπος Πέραν με τον τίτλο "επίσκοπος Χαριουπόλεως", όπου και ανέπτυξε σπουδαία δράση αφενός καταπολεμώντας ξένες προπαγάνδες και αφετέρου για την ελληνοπρεπέστερη μόρφωση των Ελλήνων μαθητών, αποσπώντας τους από ξένες σχολές που είχαν στο μεταξύ ιδρυθεί, ιδίως των Καθολικών.
     Το 1900 τοποθετείται Μητροπολίτης Καστορίας, από τον Πατριάρχη Κωνσταντίνο Ε΄. Από της ενθρόνισής του άρχισε με τους λόγους του να εμψυχώνει και να αναπτερώνει το ηθικό των Ελλήνων της περιοχής και να οργανώνει ένοπλα σώματα κατά των ομοίως ενόπλων Βουλγάρων Εξαρχικών, που επιχειρούσαν την προσάρτηση των ελληνογενών χριστιανικών πληθυσμών στη Βουλγαρική Εξαρχία. Μαζί και με άλλους ιεράρχες της περιοχής που έδρασαν ομοίως ακολουθώντας το παράδειγμά του, ο Μακεδονικός Αγώνας γενικεύθηκε. Κατάφερε πολλά χωριά και κωμοπόλεις να αποσκιρτήσουν από τη Βουλγαρική Εξαρχία και να επανενταχθούν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
 
 Παράλληλα, στην πολιτική σκηνή ζήτησε την επίσημη παρέμβαση του Ελληνικού Κράτους στον Αγώνα προκειμένου να μη μένει η πρωτοβουλία στους Βούλγαρους. Βέβαια το αίτημά του εκείνο είχε περισσότερο θρησκευτικό χαρακτήρα παρά εθνικο-κεντρικό. Οι προσπάθειές του εκείνες, στέλνοντας σχετικές εκθέσεις στους Έλληνες πρωθυπουργούς Α. Ζαΐμη και Θ. Δεληγιάννη, τελικά απέδωσαν, όταν το 1904 η Ελλάδα υπό την πίεση και της κοινής γνώμης αποφάσισε την ενεργή συμμετοχή της στον ένοπλο αγώνα αντίστασης.
     Ο ελληνικός κλήρος, ως ήταν επόμενο, υποστήριξε με μανία την τότε επιχείρηση του ελληνικού κράτους, με συνέπεια ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης να καταστεί ο μεγαλύτερος εχθρός του Βουλγαρικού Κομιτάτου. Πολλά στοιχεία για τη δράση του αντλούνται από τα απομνημονεύματά του, τα οποία δημοσιεύτηκαν από το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ) (Καραβαγγέλης Γερμανός, Μητροπολίτης Καστοριάς: Ο Μακεδονικός Αγών). 
     Ο Γερμανός Καραβαγγέλης κατέστη ο πρώτος και ο πιο επίμονος υπέρμαχος του αντιανταρτικού κινήματος. Στην αρχή προσπάθησε με τα κηρύγματά του να συνετίσει τους πάντες ότι ανήκουν στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και μόνο, ενώ ως εθνότητα που κατοικεί στη περιοχή είναι όλοι Έλληνες. Στις ομιλίες του εκείνες δεν δίστασε αρχικά να επισκεφτεί τους ίδιους τους κομιτατζήδες, όπως και τον αρχικομιτατζή Βασίλ Τσακαλάρωφ. Στα επόμενα όμως 7 χρόνια (1900 - 1907) όπου γενικεύτηκαν οι καταστροφές και οι σκοτωμοί, ως μητροπολίτης Καστοριάς ύψωσε το σύνθημα «Βούλγαρος να μη μείνει».
     Από κοινού με τον αξιωματικό του ελληνικού στρατού Βάρδα, ο Καραβαγγέλης εμπνέει και δημιουργεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκδίκηση των σφαγών που συγκλόνισαν τότε τον κόσμο. Είναι πολύ φυσικό κάτω από εκείνη την αντιπαλότητα και το θρησκευτικό μένος να συνέβησαν και διάφορα έκτροπα, στα οποία φέρεται να συνήργησε ο επίσκοπος Γερμανός χωρίς όμως και να έχουν όλα αποδειχθεί. Κατηγορήθηκε από τους Μακεδόνες (αλλά και από κύκλους της Αθήνας) ότι κατέδωσε τον Κώττα Χρήστου στις Οθωμανικές αρχές. Ο καπετάν Κώττας ήταν αδελφοποιητός (από την παλιά συνεργασία του) με το Μήτρο Βλάχο και αδυνατούσε εξ αυτού να τον σκοτώσει. Το ίδιο και ο Μήτρο Βλάχο προς αυτόν. Αυτό εξόργιζε τον Καραβαγγέλη, αλλά και πολλούς Έλληνες που ήταν αμείλικτοι προς τη Βουλγαρική πλευρά. Εν τούτοις, οι κατηγορίες αυτές δεν αποδείχτηκαν ποτέ.
 
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης
ανάμεσα σε Τούρκους αξιωματικούς
και στρατιώτες
   Το 1908, με το τέλος του Μακεδονικού Αγώνα η Οθωμανική κυβέρνηση απαίτησε, μετά από επιμονή στο Πατριαρχείο, την μετακίνησή του Γερμανού όπου και εξελέγη και ανέλαβε Μητροπολίτης Αμασείας του Πόντου με έδρα την Σαμψούντα. Ο Γερμανός και εκεί ανέπτυξε έντονη δράση δημιουργώντας σχολεία και ιδρύοντας γυμνάσιο, αλλά και ένοπλες ομάδες κατά των Τούρκων ατάκτων που λυμαίνονταν την περιοχή. Το 1913 ως μητροπολίτης Αμασείας διετέλεσε τοποτηρητής του πατριαρχικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης. Αντιστάθηκε σθεναρά στις διώξεις των Νεοτούρκων αφιερώνοντας τις δυνάμεις του στην υπεράσπιση των δικαίων των Ελλήνων και Αρμενίων. Για τις ενέργειές του αυτές συνελήφθη και στάλθηκε δέσμιος στη Κωνσταντινούπολη, όπου και φυλακίστηκε το 1917 για κάποιο χρονικό διάστημα. Στις 10 Μαρτίου 1921 ο Γερμανός πρότεινε στον υπουργό εξωτερικών της Ελλάδας, Μπαλτατζή, συνεργασία με Κούρδους και Αρμένιους εναντίον του εθνικιστικού κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ. Η ποντοαρμενική συνεργασία αποσκοπούσε στην ίδρυση μιας αυτόνομης χριστιανικής δημοκρατίας (κράτους) στην περιοχή του Πόντου. Η κυβέρνηση όμως του Γούναρη, απομονωμένη από τους συμμάχους, δεν πήρε καμιά πρωτοβουλία. Αργότερα το 1924 ο Γερμανός Καραβαγγέλης τοποθετήθηκε έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Βιέννη.
     Πέθανε πάμπτωχος στις 11 Φεβρουαρίου του 1935 στη Βιέννη. Το 1959 το «Ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου» από κοινού με την «Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών» επιχορήγησαν τη μεταφορά των οστών του με τιμητική συνοδεία αρχικά στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στην Καστοριά, όπου και τοποθετήθηκαν σε κρύπτη κάτω από τον ανδριάντα του.
A.M.K.

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Οι Μακεδόνες της Καταστροφής των Ψαρών

 
      Σε κάθε ιστορία υπάρχουν οι πρωταγωνιστές αλλα και οι αφανείς ήρωες που πολλές φορές παίζουν καταλυτικό ρόλο στο τέλος της. Στις Θερμοπύλες το 480π.χ. μαζί με τους γενναίους 300 Σπαρτιάτες υπήρχαν και 700 Θεσπιείς που έμεινα στην ιστορική σκιά των ανδρών του Λεωνίδα. Στην καταστροφή των Ψαρών διπλά στους 1.300 Ψαριανούς υπήρξαν και 1.027 Μακεδόνες που έπεσαν σχεδόν μέχρι ενός υπερασπιζόμενοι την ελευθερία του νησιού. Όπως και 700 περίπου πρόσφυγες από αυτούς που είχαν καταφύγει στα Ψαρά. Σήμερα θα μιλήσουμε για αυτούς του 1.027 Μακεδόνες, ως ελάχιστο φόρο τιμής για την θυσία τους. 
Μακεδόνας Αγωνιστής 1821
        Το 1824 ,από το Γενάρη κιόλας , βρίσκει τους Ψαριανούς ανάστατους καθώς από κάθε πλευρά έρχονται πληροφορίες ότι ο οθωμανικός στόλος ετοιμάζεται να κινηθεί εναντίων του νησιού τους. Η αλλεπάλληλες επιστολές που στέλνει η Βουλή των Ψαρών προς την Εθνική κυβέρνηση παίρνουν ως απάντηση ασαφείς υποσχέσεις και τίποτα άλλο. Ακόμα και οι συναγωνιστές τους στην θάλασσα ΄Υδραίοι και Σπετσιώτες αδιαφορούν και ζητούν χρήματα από το εκτελεστικό προκειμένου τα καράβια να ξεκινήσουν από τα λιμάνια τους. Οι Ψαριανοί φοβούμενοι ότι θα μείνουν εντελώς αβοήθητοι αποφασίζουν να προσλάβουν μισθοφόρους. Στέλνουν καράβια στην Μακεδονία όπου θα έρθουν σε συνεννόηση με τους εκεί οπλαρχηγούς και σύντομα ομάδες Μακεδόνων κυρίως και ελαχίστων Αρβανιτών πολεμιστών θα συγκροτήσουν ένα σώμα 1.027 ανδρών που θα έρθουν στα Ψαρά για να αναλάβουν την φύλαξη του νησιού. Αρχηγοί τους οι Μακεδόνες Νάννος Τσόντζας, Νάννος Τουρούντζιας, Λάμπρος Κασσανδρινός και ο Αρβανίτης καπετάν Κόττας. Αλλα ονόματα αγωνιστών που διασώθηκαν ήταν οι Παπαδημήτρης Αναστασίου, Αδάμ Λάμπρος, καπετάν Θανασάκης και ο υιός του Παναγιώτης, ίσως ο πρόκριτος της Βάλτας Ιωάννης (Γιαννιός) Χατζηχριστοδούλου, ο Εμμανουήλ Χαμόθεος από την Καλάνδρα όλοι έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι εκτός από τον υιό του καπετάν Θανασάκη Παναγιώτη ο οποίος επιβίωσε, επιβιβάσθηκε σε μία βάρκα και μετά σε ένα γαλλικό πλοίο και τον συναντούμε να πολεμά στο Μανιάκι με τον Γρηγόριο Δικαίο, όπου τραυματίσθηκε σοβαρότατα, οι Τούρκοι τον θεώρησαν νεκρό και δεν τον σκότωσαν. Έλαβε μέρος και σε άλλες μάχες στην Πελοπόννησο, στην εκστρατεία στην Αττική με το σώμα του Ιωάννη Νοταρά, υπηρέτησε στον στρατό του Καποδίστρια και του Όθωνα και σκοτώθηκε το 1852 στη Λειβαδιά σε συμπλοκή με τη συμμορία Νταβέλη.
      Όταν λοιπόν στις 8 Ιουνίου 1824 η Βουλή των Ψαρών καλεί σε συνέλευση όλους τους αγωνιστές προκειμένου να πάρουν αποφάσεις για την πορεία του αγώνα αποφασίζουν να υπερασπισθούν μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματος τους το νησί. Προκειμένου δε να πείσουν για την απόφασή τους αυτή τους πρόσφυγες αλλα και τους Μακεδόνες μισθοφόρους καθώς υπήρχαν από μέρους τους φόβοι ότι στο τέλος οι Ψαριανοί θα πάρουν τα πλοία τους και θα τους εγκαταλείψουν αποφασίζουν να βγάλουν από την πλειοψηφία των πλοίων τα πηδάλια και τα κανόνια τους να τα μεταφερθούν στις ντάπιες του νησιού. Πολλοί εκ των υστέρων έρριψαν ευθύνες στους Μακεδόνες για την εκβίαση αυτής της απόφασης όμως θα ήταν άδικο αν δεν αναγνωρίζαμε το δίκαιο των φόβων τους. Αποφασίστηκε επίσης οι 3.000 πολεμιστές που ήταν 1.300 Ψαριανοί , 700 περίπου πρόσφυγες και 1.027 Μακεδόνες να διασκορπιστούν στις διάφορες ντάπιες καθώς το μέρος που θα επιχειρούσαν οι τούρκοι απόβαση παρέμενε άγνωστο. Στο σημείο που έγινε τελικά η απόβαση, τον κάβο του Μαρκάκη και την μικρή αμμουδιά του Ερινού, ανέλαβε να φυλάξει ο καπετάν Κόττας με μερικά ακόμα παλικάρια του. 
      Υπάρχει ένα μύθευμα ότι τάχα ο Κόττας πρόδωσε το σημείο και βοήθησε τους Οθωμανούς να επιτύχουν την απόβαση. Κάτι τέτοιο όμως φαίνεται ότι δεν ισχύει και πραγματικά αποτελεί ντροπή η αναπαραγωγή του μύθου. Κανένας από τους Ψαριανούς αγωνιστές που μας άφησαν ιστορικά τεκμήρια (Νικόδημος, Κοτζιάς, Δούκας) δεν αποδίδουν προδοσία στον Κόττα . Απεναντίας ο Νικόδημος με στοιχεία δείχνει ότι η προδοσία έδινε από ευρωπαίους. Γαλλικό πλοίο εντοπίστηκε από τους Ψαριανούς ,μόλις 15 μέρες πριν την απόβαση, να κάνει βυθομετρήσεις γύρω από το νησί. Αλλά και άλλοι ιστορικοί αναφέρουν πότε τους αυτούς Γάλλους και πότε τον Ισπανό  αρχιτέκτονα Γιουζέπε , ο οποίος έζησε επί μακρόν στα Ψαρά κατασκευάζοντας τον λιμενοβραχίονα που χρηματοδότησε ο Βαρβάκης. Την υποτιθέμενη προδοσία του καπετάν Κόττα βρίσκουμε αρκετά χρόνια μετά την καταστροφή σε ξενόγλωσσα δημοσιεύματα και βιβλία, ίσως με τον τρόπο αυτό να ήθελαν οι ευρωπαίοι να αποποιηθούν τις οποίες ευθύνες τους. Από εκεί εκ μεταφράσεως θα περάσει στην ελληνική βιβλιογραφία. Αλλά και όλα αυτά να μην υπήρχαν, εκ του αποτελέσματος φαίνεται η αλήθεια. Ο Κόττας και όλα του τα παλικάρια αφού απέκρουσαν δυο απόπειρες απόβασης, την τρίτη έπεσαν μαχόμενοι μέχρι ενός από τα γιαταγάνια των Τούρκων. Σε κάθε μάχη Φτελιό, Άγιο Δημήτριο, Βίγλα αλλά και Παλιόκαστρο οι Μακεδόνες αγωνίστηκαν με σθένος κατά των κατακτητών και έπεσαν σχεδόν μέχρι ενός μαζί με τους Ψαριανούς και πρόσφυγες αγωνιστές. Και είναι σίγουρο ότι ακόμα και αν εμείς τους έχουμε λησμονήσει η Δόξα των Ψαρών τους μελετά στα λαμπρά παλικάρια εκεί ψηλά στην Μαύρη Ράχη των Ψαρών.

Ανδρέας Μ. Καραγιώργης