Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Τα Ψαρά και οι Ψαριανοί το 1830 με τα μάτια του Κ. Bazili


Ψαριανό Μπρίκι
      Ερευνώντας την σχέση του Ιω. Καποδίστρια με του Ψαριανούς, όπου σας την παρουσίασα σε προηγούμενο άρθρο μου  (Δείτε εδω). Έπεσα πάνω σε ένα βιβλίο με τίτλο «Ένας Ρώσος στην Ελλάδα του Καποδίστρια - Το Αρχιπέλαγος και η Ελλάδα στα 1830-1831» του συγγραφέα Konstantin Bazili. Μέσα στις σελίδες του είδα ότι είχε ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τα Ψαρά και τους Ψαριανούς. Δυστυχώς το βιβλίο αυτό έχει εξαντληθεί. Μπόρεσα όμως να βρω αντίτυπο του σκαναρισμένο και από αυτό να σας παραθέσω τα σχετικά αποσπάσματα.
Konstantin M. Bazili
      Ας δούμε όμως πρώτα ποιος ήταν ο Konstantin M. Bazili. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1809 και ήταν ελληνικής καταγωγής. Σε νηπιακή ηλικία βρέθηκε στην Οδησσό όπου μεγάλωσε και σπούδασε. Το 1830 βρέθηκε στην Ελλάδα ως γραμματέας του ναυάρχου Ρίκορντ και κατέγραψε τις εμπειρίες του τόσο από την Ελλάδα όσο και από την Πόλη και την Μ. Ασία. Ακολούθησε καριέρα διπλωμάτη και το 1843 έγινε Πρέσβης της Ρωσίας στην Συρία - Παλαιστίνη θέση στην οποία έμεινε για μια δεκαετία. Τα βιβλία που συνέγραψε για την περιοχή είναι από τις σημαντικότερες ιστορικές μελέτες για αυτές τις χώρες τον 19ο αιώνα. Πέθανε το 1884.
    Στο βιβλίο του «Ένας Ρώσος στην Ελλάδα του Καποδίστρια - Το Αρχιπέλαγος και η Ελλάδα στα 1830-1831» έχει δυο αναφορές στα Ψαρά και τους Ψαριανούς. Η πρώτη είναι στο πρώτο κεφάλαιο όπου περιγράφει το ταξίδι του από την Μαύρη Θάλασσα ,μέσω Κωνσταντινούπολης, στην Ελλάδα με ένα Ψαριανό μπρίκι. Εκεί περνάει από τα καταστραμμένα Ψαρά περιγράφοντάς τα, έχοντας ως ξεναγούς τους ψαριανούς ναύτες του πλοίου. Ας δούμε το απόσπασμα.

    «Από τις ακτές της Χίου ξεκόλλησε κάποτε μια γιγαντιαία πέτρα κ αυτός ο γυμνός βράχος αξιώθηκε της αθάνατης δόξας τον καιρό της Ελληνικής Επανάστασης: είναι τα Ψαρά, η πατρίδα του Κανάρη. Το ψαριανό μπρίκι αναγνώρισε την ακρογιαλιά, στην οποία έφερνε παλιά τα λάφυρα μακρινού εμπορίου. Τα πάνω πανιά κατέβηκαν και το μπρίκι γλίστρησε αργά, σχεδόν ακουμπώντας τις ακτές της πατρίδας του. Τα διαπεραστικά βλέμματα των ναυτικών αναγνώριζαν μέσα στο σωρό από καμένα κτίρια τα πατρικά τους σπίτια. Πολλοί δάκρυσαν καθώς θυμήθηκαν όσα φοβερά συνέβησαν κατά την καταστροφή της πόλης τους. Ανάμεσα στα ερείπια μου έδειξαν κάτι άσπρο, ήταν τα κόκκαλα των τελευταίων υπερασπιστών του νησιού, που αντιστεκόμενοι μέσα στην απελπισία τους προστάτευσαν τη φυγή των οικογενειών τους. Τα οστά των ηρώων που έμειναν άταφα θα κάνουν τους Θαλασσοπόρους του Αρχιπελάγους να ανατριχιάζουν πολύ καιρό ακόμα. Όταν οι Έλληνες, αφού κατέστρεψαν κι έδιωξαν τους στόλους του σουλτάνου, κυριάρχησαν στο Αρχιπέλαγος, δεν έθαψαν τα οστά των συναγωνιστών τους, για να ερεθίζουν στους ναύτες το αίσθημα της εκδίκησης με αυτό το φοβερό μνημείο του οθωμανικού μίσους. Αυτό το νησί παρέμεινε στην κυριαρχία της Τουρκίας και οι Ψαριανοί περιπλανιούνται εξόριστοι στην ανεξάρτητη Ελλάδα.
     Λένε ότι προτού καεί ο στόλος του, ο σουλτάνος ούτε που είχε ακούσει ποτέ τα ασήμαντα Ψαρά και όταν τον χτύπησε το βροντερό μαντάτο, ρώτησε το βεζίρη του: «Τι πράγμα είναι αυτό». Και π βεζίρης μην μπορώντας να δώσει μια προφορική εξήγηση, του έδειξε ένα σημείο που μόλις φαινόνταν στο χάρτη του Αρχιπελάγους. Τότε ο καπουδάν πασάς έλαβε εντολή να ξεριζώσει τον απείθαρχο βράχο και να τον φέρει ρυμουλκώντας τον στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό το περιστατικό θυμίζει την εντολή που δόθηκε στον Άθω να χωρίσει στα δυο ανοίγοντας δρόμο για το νικηφόρο περσικό στρατό. Το βουνό όμως συνεχίζει να υψώνεται αγέρωχο στον ορίζοντα μας ενώ τα Ψαρά φαίνονται πράγματι ξεριζωμένα από την βάση τους.
Ερειπωμένα Ψαρά , R.Copeland 1834
    Στο φανέρωμα του νησιού ο πλοίαρχος, για να κάνει να χαρεί το θλιμμένο πλήρωμα, διέταξε να σηκώσουν την εθνική σημαία τιμώντας την μ’ ένα κανονιοβολισμό. Η ανεξαρτησία της Ελλάδος αναγνωρίστηκε από την Υψηλή Πύλη με την ειρήνη της Ανδριανούπολης, αλλα στα πλοία της δεν επιτρέπεται να σηκώνουν την σημαία τους μπροστά στην οθωμανική πρωτεύουσα και αναγκαστικά αντί της δικής τους σηκώνουν τη σημαία μιας από τις Συμμαχικές Δυνάμεις. Αυτό θεωρήθηκε αναγκαίο στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της Ελλάδος, όταν ο φανατισμός του τουρκικού όχλου ήταν ακόμα πάρα πολύ ξαναμμένος και η θέα της εχθρικής σημαίας μπορούσε να δώσει αφορμή για αναταραχές, που τόσο συχνά συμβαίνουν στα οθωμανικά λιμάνια. Ήμασταν ήδη στα ελληνικά νερά και η σημαία με το λευκό σταυρό στο κυανό φόντο, χαιρετώντας το ερημωμένο νησί, παρηγορούσε τους Ψαριανούς με την ελπίδα να ευημερήσει η καινούργια πατρίδα, γιατί ο σταυρός είναι ελπιδοφόρο σημείο.
     Οι συγκινητικές αναμνήσεις για τη σφαγή του 1824 άναψαν τις συζητήσεις των ναυτών. Ένας από αυτούς, καυχώμενος για την συγγένεια του με τον Κανάρη, έλεγε πως εκείνος ικέτευε τους συμπατριώτες του του με δάκρυα στα μάτια να μην εμπιστευτούν την άμυνα του νησιού τους στους Αλβανούς μισθοφόρους αλλα να αντισταθούν στον εχθρό στην θάλασσα, πως ταπεινώθηκε από τους άρχοντες και μετρά την καταστροφή της πατρίδος εκδικήθηκε όχι αυτούς αλλα τους εχθρούς με το ολοκαύτωμα του στόλου τους. Δεν μοιάζει η αφήγηση του γέρου Ψαριανού με το περιστατικό που είχε ήρωα τον Θεμιστοκλή λίγο πριν από την ναυμαχία στα νερά της Σαλαμίνας;
     Οι Ψαριανοί είναι περήφανοι όχι μόνο για τον Κανάρη αλλα και για τις γυναίκες του νησιού τους – για την ομορφιά τους, τις αρετές τους ως συζύγων και μητέρων και το θάρρος τους. Μια Ψαριανή στη διάρκεια της σφαγής σώθηκε και πέρασε ανάμεσα από τα εχθρικά πλοία κολυμπώντας τρία μίλια ώσπου να φτάσει στα καράβια των δικών της. Μου έδειξαν επίσης το βράχο από τον οποίο οι τρακόσιες γυναίκες με τα βυζανιάρικα μωρά τους ελίχτηκαν στα κύματα του Αιγαίου.»

       Η αναφορά αυτή μαζί με την ζωγραφική απεικόνιση των κατεστραμμένων Ψαρών το 1834 από τον Άγγλο Richard Copeland (Δέιτε εδώ) είναι ίσως οι μοναδικές περιγραφές των κατεστραμμένων Ψαρών πριν αρχίσουν οι Ψαριανοί να επιστρέφουν κοντά στα 1840. 
     Το δεύτερο απόσπασμα είναι από το δέκατο κεφάλαιο του βιβλίου και περιγράφει τους πρόσφυγες Ψαριανούς στη Αίγινα και την συνάντησή του με την Δεσποινιώ Κανάρη.

 
Ψαριανοί πρόσφυγες στην Αίγινα , έργο Καρλ Κράτσαϊζεν
 «Στο βάθος του λιμανιού της Αίγινας ξεχωρίζουν κάπου κάπου τα ερείπια των αρχαίων τειχών, που μαρτυρούν για κείνα τα χρόνια, όταν η Αίγινα διεκδικούσε να πάρει από την Αθήνα τα πρωτεία στην θάλασσα. Τώρα μόνο εμπορικές βάρκες των νησιωτών πήραν τη θέση των αρχαίων στόλων, αλλα μια νέα φυλή, που εγκαταστάθηκε σ αυτό το νησί, μπορεί και να το δοξάσει ξανά με την ναυτιλία και την εμπορική δραστηριότητα της, όπως δοξάστηκε η ίδια με τους πολεμικούς άθλους στον εθνικό αγώνα. Αναφέρομαι στους Ψαριανούς που εγκαταστάθηκαν στην Αίγινα. Αφού έχασαν την πατρική τους γη, βρήκαν εδώ την καινούργια πατρίδα, έχουν τα σπουδαστήρια τους, τους δημογέροντες τους και με ζήλο διατηρούν τις λαϊκές τους παραδόσεις, τον προηγούμενο τρόπο καθημερινής ζωής και οι γυναίκες την γραφική ενδυμασία τους. Αυτή η ενδυμασία διαφέρει απ’ όλες τις άλλες ελληνικές ενδυμασίες. Το κεφάλι της η Ψαριανή το σκεπάζει με λευκή τόκα, κάτω από την οποία πέφτουν στις πλάτες και το στήθος τα ίσια μαλλιά, ενώ οι άκρες του διαφανούς υφάσματος κρέμονται, προσδίδοντας της εικόνα αρχαίας ιέρειας. Το στήθος ως την μέση σκεπάζεται με μεταξωτό πουκάμισο και περισφίγγετέ με το δίχτυ γελεκιού, κάτω από το οποίο φοριέται ζωνάρι. Το φόρεμα είναι σκούρου χρώματος, αρκετά φαρδή, κοντό ως τα γόνατα και περιβάλλεται από μπορντούρες πολύχρωμου μεταξιού ενώ από κάτω ένα μακρύ μεταξωτό πουκάμισο μισοσκεπάζει τα πόδια
       Συνήθισα να εκτιμώ την αφοσίωση των Ψαριανών και των γυναικών τους σε όλα τα δικά τους, τα πατροπαράδοτα. Οι άνθρωποι αυτοί, που τους απαθανάτισε το όνομα ενός ασήμαντου βράχου του Αρχιπελάγους, είναι περήφανοι για τις παραδόσεις τους και ποτέ δεν θ’ αρνηθούν την ενδυμασία του. Έστω και έχοντας χάσει το νησί τους, οι Ψαριανοί πάνω από όλα εκτιμούν την διατήρηση των πατρικών τους εθίμων. Διασκορπισμένοι μέσα σε διάφορες ελληνικές φυλές, αυτό που πιο πολύ απ’ όλα φοβούνται είναι μήπως χαθούν ανάμεσά τους.
Δεσποινιώ Κανάρη με Ψαριανή φορεσιά
σε μεγάλη ηλικία, εργο Ν. Κεσσανλή
       Για να εκτιμήσετε την ομορφιά της ενδυμασίας της Ψαριανής θα έπρεπε να δείτε τη γυναικά του ήρωα Κανάρη, η οποία εκφράζει τον τύπο της ιωνικής χάρης. Μας υποδέχτηκε καθισμένη ανάμεσα στους συγγενείς και τα παιδία της. Προικισμένη από την φύση της με εξυπνάδα και χαριτωμένη συμπεριφορά, απαντούσε με άνεση στα συγχαρητήρια για τον άντρα της, που εκείνη την ώρα απουσίαζε στην υπηρεσία του. Χαιρόταν που τώρα πια ο σύζυγος της δεν θα είναι αναγκασμένος να πλησιάσει με την φλεγόμενη θρυαλλίδα του το πλοίο με τα εκατό κανόνια ούτε θα περνάει η ίδια τις νύχτες χύνοντας δάκρυα μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς. Αλλά τι φλογερός πατριωτισμός έπνεε στα λόγια αυτής της Ψαριανής, τι δυνατή ψυχή έλαμπε στις σεμνές της διηγήσεις, με τι πάθος μιλούσε για την πατρίδα αλλά και την καταστροφή της! Είναι άξια να έχει σύζυγο τον Κανάρη. Η φλόγα του πατριωτισμού πάντοτε είναι γοητευτική, αλλά η λάμψη της φαίνεται ακόμα πιο καθαρή όταν καίγεται στην καρδιά της γυναίκας, σαν στον βωμό τον αφιερωμένο στην ομορφιά και την αρετή.
Μιλτιάδης Κανάρης
      Ο μεγαλύτερος γιός του Κανάρη σπούδαζε στο Παρίσι. Δεν μπορεί να μη λυπηθεί κανείς, ότι ίσως επιστρέψει στον πατέρα του με το κεφάλι γεμάτο από κάθε ανοησία ενώ αν εκπαιδεύονταν κοντά σε τέτοιον γονέα θα είχε μπροστά στα μάτια του το άριστο παράδειγμα της απλότητας και του ηρωισμού του και θα γινόταν ενάρετος πολίτης. Ο δεύτερος γιός, ένα όμορφο εφτάχρονο παιδί, φέρει το κλασικό όνομα του Μιλτιάδη και ο τρίτος του Λυκούργου. Στην διάρκεια της Επανάστασης στη Ελλάδα οι άνθρωποι προσπαθούσαν να πλησιάσουν περισσότερο τους μεγάλους προγόνους τους δίνοντας τα ηρωικά τους ονόματα στα παιδιά τους.»
     Κάνει μεγάλη εντύπωση πόσο γοήτευσαν οι Ψαριανοί τον Κ. Bazili με τα έθιμα τους και την υπέροχη γυναικεία ενδυμασία τους.(περισσότερα για την φορεσιά δείτε εδώ) Ο Κ. Bazili άθελά του έγινε, για ακόμα μια φορά, μια αρίστη πηγή γνώσης για τα Ψαρά και τους πρόσφυγες Ψαριανούς το 1830.



Ανδρέας Μ. Καραγιώργης



Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

Οι πειρατές και οι «Ψαριανές καμήλες»



     Στα Ψαρά υπάρχει μια παροιμία που λέγεται όταν έχουν συμβεί εξωπραγματικά γεγονότα τα οποία όμως πλέον δεν μας κάνουν εντύπωση: «Πολλά είδαν τα μάτια μου και Ψαριανές καμήλες» . Η φράση αυτή πρωτοειπώθηκε από κάποιο Ψαριανό, του οποίου το όνομα δεν διασώθηκε , στην Σύρο την εποχή του Καποδίστρια. Ο συγκεκριμένος εκτελούσε χρέη τελώνη στο λιμάνι της Σύρου. Όταν ένα καράβι Ψαριανό έφτασε στο λιμάνι του ζητήθηκε να δηλώσει την προέλευση των εμπορευμάτων. Ήταν η εποχή που το νεοϊδρυθέν Ελληνικό κράτος προσπαθούμε με κάθε μέσο να πατάξει την πειρατεία στο Αιγαίο, την οποία ασκούσαν και πολλοί Ψαριανοί. Μέσα στα άλλα εμπορεύματα, που όλα ήταν λείες από ρεσάλτα, υπήρχαν και δύο καμήλες. Έτσι οι Ψαριανοί πειρατές δήλωσαν ως τόπο προέλευσης ακόμα και για τις καμήλες τα Ψαρά. Ο τελώνης που ήξερε την αλήθεια αλλά δεν ήθελε να προδώσει και τους συμπατριώτες του αναφώνησε αγανακτισμένος την φράση που θα έμενε παροιμιώδης .
    Ας δούμε όμως λίγα πράγματα για την πειρατική δράση των Ψαριανών. Πολλοί πιστεύουν λανθασμένα ότι οι Ψαριανοί υπήρξαν μόνο κουρσάροι.  Αρχικά να ξεκαθαρίσουμε τι σημαίνει κουρσάροι, καταδρομέας και πειρατής. Ο πειρατής  δρα ιδιωτικά για ίδιον όφελος. Ενώ ο καταδρομέας δρα κάτω από την υποτυπώδη προστασία και για λογαριασμό κάποιας κρατικής οντότητας εναντίων εχθρικών της πλοίων. Τέλος ο κουρσάρος ειναι, θα λέγαμε, ενας πιο ελυθεριάζων καταδρομέας με τα όρια να ειναι δυσδιάκριτα. Οι Ψαριανοί έκανα και τα τρία .
  Στα πρώιμα χρόνια της ναυτοσύνης των Ψαρών, στα τέλη του 17ου αιώνα, οι Ψαριανοί εκμεταλλευόμενοι την θέση του νησιού τους, επάνω στους θαλάσσιους δρόμους που οδηγούν προς και από την Κωνσταντινούπολη και την Σμυρνη, θα επιδοθούν στην πειρατεία. Όμως με την άνοδο του νόμιμου  εμπορίου και την ναυπήγηση μεγαλύτερων πλοίων που θα τους επιτρέψουν να ταξιδεύουν στην Δυτική  Μεσόγειο και και την Βόρειο Ευρώπη η πειρατεία θα εγκαταλειφθεί.
   Κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1770 πολλα καράβια των Ψαρών εφοδιάστηκαν  με καταδρομικες αδειες απο την Ρωσια και εδρασαν στο Αιγαίο ως  καταδρομικά αλλα και κουρσάρικα. Μετά το άδοξο τέλος του πολέμου εκείνου, οι Ψαριανοί κουρσάροι συνέχισαν τις εμπορικές τους δραστηριότητες. Η πείρα όμως που είχαν αποκτήσει από αυτές τις ενέργειες ήταν καθοριστική για να αντιμετωπίσουν τους λοιπούς πειρατές που δρούσαν στην Μεσόγειο. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν πειρατές εντόπιζαν κάποιο ψαριανό πλοίο φώναζαν μεταξύ τους: «Ψαριανό ΄ναι το καράβι και δεν πασάρει». Δηλαδή δεν κάνει πίσω όποτε δεν έχει νόημα να επιτεθούμε. Έτσι οι ψαριανοί από τα ορλωφικά μέχρι και το 1821 έγινα ατρόμητοι ναυτικοί που αντιμετώπιζαν επιτυχημένα κάθε πειρατική επίθεση.
     Με την κήρυξη της Επανάστασης το 1821 αντελήφθησαν ότι το νησί τους ήταν ανοχύρωτο. Η έλλειψη πυροβόλων καθώς και η ανεπάρκεια οικονομικών πόρων ώθησαν του Ψαριανούς στην οργάνωση καταδρομικού αποσπάσματος αποτελούμενο από 4 πλοία υπό την αρχηγία του Ανδρέα Γιαννίτση με σκοπό να "απαλλοτριώσουν" Οθωμανικά όπλα δια εφόδου εάν και εφόσον καταφέρναν να εντοπίσουν αξιόλογο στόχο. Έκαναν επιδρομές στα βόρεια μικρασιατικά παράλια από όπου απέσπασαν αρκετά κανόνια και όπλα για να οχυρώσουν το νησί τους. Η καταδρομικές επιχειρήσεις, συνεχίστηκαν για όλοι την διάρκεια της Επανάστασης για εφοδιασμό των επαναστατών.
     Χαρακτηριστικό της Ψαριανής ανδρείας είναι το εξής περιστατικό. Τον Ιούνιο του 1823, αυστριακό μπρίκι συνέλαβε στη Λέρο το μύστικο του Ανδρέα Σταματάρα μαζί με ένα άλλο ψαριανό μύστικο και μια κασιώτικη γολέτα και τα οδήγησε στη Σμύρνη. Εκεί τα πούλησε στις τουρκικές αρχές αντί 25.000 δίστηλων ταλλήρων για την κάλυψη των ζημιών της αυστριακής ναυτιλίας. Οι Τούρκοι οδήγησαν τους Έλληνες κουρσάρους, οδικός μέχρι τα Μουδανιά της Προποντίδας και εκεί τους επιβίβασαν σε πλοίο, με σκοπό να τους μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διαδρομή όμως λόγω των εναντίων ανέμων που φυσούσαν στην περιοχή του Αγίου Στεφάνου, οι κρατούμενοι Έλληνες κατόρθωσαν να απαλλαγούν από τα δεσμά τους και να γίνουν κύριοι του σκάφους. Αμέσως φόρεσαν τα ρούχα του τουρκικού πληρώματος, κατόρθωσαν να εξαπατήσουν τις αρχές των Μπογαζίων (Στενών) και μετά από πολλές περιπέτειες να καταπλεύσουν σώοι στα Ψαρά.
       Μετά το ολοκαύτωμα των Ψαρών το 1824, οι διασωθέντες Ψαριανοί, φιλοξενήθηκαν για μερικούς μήνες σε διάφορα νησιά του Αιγαίου. Στη συνέχεια ενισχυθέντες από τον συμπατριώτη τους Ι. Βαρβάκη, άρχισαν να ναυπηγούν μικρά πλοία. Επειδή δεν μπορούσαν να προσληφθούν σαν πληρώματα στα υδραίικα και σπετσιώτικα πλοία, λόγω ανεργίας και μη δυνάμενοι να υπηρετήσουν σε άλλες θέσεις, διότι η προσωρινή κυβέρνηση δεν είχε τους απαραίτητους πόρους, επιδόθηκαν στη πειρατεία, λεηλατώντας ανεξέλεγκτα τις προσβάσεις του Θερμαϊκού και του Παγασητικού. Με τη πρόοδο του χρόνου ναυπήγησαν και μπρίκια. Με τα πλοία αυτά έκαναν επιδρομές στα παράλια της Συρίας και της Αιγύπτου, αποκομίζοντας μεγάλες λείες. Το κακό επιτεινόταν κατά τη χειμερινή περίοδο οπότε η τουρκική αρμάδα επανέπλεε στον Ελλήσποντο, οι δε ελληνικές μοίρες παροπλίζονταν στην Ύδρα και στις Σπέτσες. 30 Ψαριανά πλοία είχαν εγκαταστήσει την πειρατική βάση τους στη Τήνο και 15 άλλα δρούσαν μεμονωμένα. Πιεζόμενοι και διωκόμενοι για πειρατεία από τα ξένα πολεμικά, πέτυχαν περί το Μάιο του 1826, να αποκτήσουν από την ελληνική διοίκηση άδειες καταδρομής. Οι άδειες αυτές συνοδευόντουσαν από συγκεκριμένες διαταγές, που διέγραφαν καθαρά τον χώρο και τον τρόπο της δράσης τους, ώστε να τηρούνται οι κανόνες που ρύθμιζαν την ελεύθερη ναυσιπλοΐα και να μην παραβιάζεται το διεθνές δίκαιο. Όμως οι Ψαριανοί ναυτικοί εγκατέλειψαν την αποστολή και τα καθήκοντα τους (που περιορίζονταν αυστηρά στην καταδίωξη των τουρκικών εμπορικών πλοίων ή πλοίων φερόντων μεν ξένη σημαία, αλλά μεταφερόντων τρόφιμα και πολεμοφόδια προοριζόμενα για τον εφοδιασμό των πολιορκουμένων υπό των Ελλήνων φρουρίων της Ευρίπου και Καρύστου) και στράφηκαν σχεδόν αποκλειστικά σε πράξεις πειρατείας. Κανένα εμπορικό πλοίο, μικρό ή μεγάλο, ελληνικό ή ξένο, δεν μπορούσε να ξεφύγει από τα μάτια των πειρατών, που είχαν εγκαταστήσει το ορμητήριο τους στους όρμους των νησιών των Βορείων Σποράδων. Έτσι, κάθε πλοίο που θα τολμούσε να πλεύσει στα πελάγη που προσδιορίζονται από το στόμιο του Παγασητικού, το Αρτεμίσιο ακρωτήριο και τη θαλάσσια περιοχή της Σκύρου ως τη Χαλκιδική και την Κασσάνδρα προς βορρά και προς νότο, τη νότια έξοδο του Ευβοϊκού κόλπου, αποτελούσε τη βέβαιη λεία πειρατών. Πολλές ήταν οι χωρίς αποτέλεσμα διαμαρτυρίες, ζημιωμένων εμπόρων και πλοιοκτητών προς την κυβέρνηση, για την καταπολέμηση της πειρατείας. Πολλοί δε Ψαριανοί πειρατές είχαν καταφύγει στην Άνδρο, μεταξύ των οποίων οι Σταμ. Μαρίνος, Νικ. Μπαρμπέρης, Μόρος και Βόγιος. Αρκετοί επίσης Ψαριανοί συνεργάζονταν με τους πειρατές της Γραμβούσας.       
  Ακόμα, οι συχνότερες επιδρομές τους, αποσκοπούσαν στη λεηλασία των παράλιων οικισμών, την απαγωγή ποιμνίων, όπλων, πλοίων και τη σύλληψη σημαινόντων αιχμαλώτων, που θα μπορούσαν να ανταλλαγούν με λύτρα. Η συνήθης τιμή ανταλλαγής ενός αιχμαλώτου έφτανε τα 3.000 – 5.000 γρόσια, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που συλληφθέντες αντηλλάγησαν ακόμα και για 8.000 γρόσια. Ο κόλπος του Τσανταρλή και του Αδραμυτίου, η περιοχή της Φώκαιας και της Αίνου, η Μυτιλήνη, η Τένεδος, η Ίμβρος και τα Μοσχονήσια υπήρξαν τα παράλια που δεινοπάθησαν περισσότερο από τους Ψαριανούς.
Έγγραφο των τριών ναυάρχων
Σ. Κόδριγκτον, Δεριγνύ και Κ. Έιδεν
περί περιορισμού των ελληνικών
καταδρομικών από τον
κύκλο της πειρατείας
      Στις επιχειρήσεις των Ψαριανών υπέφερε και η ουδέτερη ναυτιλία και ιδιαίτερα η αυστριακή που μονοπωλούσε τότε το εμπόριο στα παράλια της Ιωνίας. Σε αυτές τις επιχειρήσεις διακρίθηκαν πειρατές όπως οι Στ. Κουνιάδης, Γεώργιος Μικές, Δημ. Καλημέρης και πολλοί άλλοι. Ο τελευταίος μάλιστα συνελήφθη από αυστριακό μπρίκι, μεταφέρθηκε στην Αυστρία και καταδικάστηκε για πειρατεία σε κάθειρξη 13 ετών.
      Το Μάιο του 1826, πέντε ψαριανά πειρατικά συνέλαβαν βρετανικό εμπορικό και λαφυραγώγησαν τα μεταφερόμενα στην Πόλη πολύτιμα αργυρά σκεύη του εκεί Βρετανού πρέσβη Κάνιγκ, αδελφού του Βρετανού πρωθυπουργού. Το τόλμημα αυτό φόβισε και τους ίδιους τους πειρατές, οι οποίοι μετέφεραν τα λάφυρα αυτά στην Αίγινα και τα έθαψαν, όμως μετά από γενική κατακραυγή αναγκάσθηκαν να τα επιστρέψουν.
   Τα νησιά ήταν γεμάτα με κάθε είδος εμπορεύματα, η δε Σύρος και η Αίγινα έγιναν τα κέντρα και οι επίσημες αγορές των πειρατών, όπου πουλιόνταν ακόμα και δούλοι. Όταν όμως οι πειρατείες των Ψαριανών έφτασαν στον απροχώρητο, ο Βρετανός πλοίαρχος Χάμιλτον, απηύθυνε στις 3 Μαΐου 1826, απειλητική διακοίνωση προς την επιτροπή των Ψαριανών στην Αίγινα, στην οποία ζητούσε την απαγόρευση των καταδρομών και την πώληση λειών και απειλούσε ομαδικά και την επιτροπή και την πόλη της Αίγινας. Κλήθηκε τότε στην Αίγινα ο Γάλλος μοίραρχος Δε Ριγνύ για να πατάξει τους πειρατές στην ίδια τη φωλιά τους. Ο Κανάρης, ο οποίος βρισκόταν στο νησί και προσπάθησε να επιβάλει την τάξη, προσεβλήθη από τον όχλο των πειρατών, αλλά η έγκαιρη εμφάνιση των γαλλικών φρεγατών «La Sirene» και «Galathee», οι οποίες αποβίβασαν αγήματα, τους διασκόρπισε. 
Ταυτόχρονα από τις γαλλικές φρεγάτες κάηκαν 14 πειρατικά πλοιάρια καθώς και όσα βρέθηκαν στα ναυπηγεία. Η ελληνική διοίκηση επιδοκίμασε την ενέργεια αυτή. Αμέσως μετά αποβιβάστηκε στη Αίγινα με εντολή της διοίκησης ο λόχος του φιλέλληνα Φαβιέρου και με τη συνδρομή των Ψαριανών προκρίτων, έκαψε τα υπόλοιπα πλοία και έδιωξε τους πειρατές.
      Ο Ιωάννης Καποδίστριας ,με την άφιξή του, προσπάθησε να θέσει τέλος στην πειρατεία και ανέθεσε στον Μιαούλη να το πράξει. Ο Μιαούλης σε σύντομο χρονικό διάστημα κατάφερε σχεδόν να εξαφανίσει το φαινόμενο από το Αιγαίο. Έμειναν μόνο ελάχιστοι πειρατές που κ αυτή με τον χρόνο τα παράτησαν.  
      Εκείνη την περίοδο λοιπόν συνέβη και στην Σύρο το περιστατικό με τις καμήλες όπου μας έδωσε την περίφημη παροιμιώδη φράση:

«Πολλά είδαν τα μάτια μου και Ψαριανές καμήλες» 



Ανδρέας Μ. Καραγιώργης





Για την πειρατική δράση των Ψαριανών αντλήθηκαν στοιχεία από http://perialos.blogspot.gr