Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Τα Ψαρά στην γερμανική κατοχή

Σήμερα δεν θα αναρτήσω κάτι δικό μου αλλά ένα παλιό άρθρο του δημοσιογράφου, λογοτέχνη και αγωνιστή Γιάννη Β. Ιωαννίδη και περιγράφει όσο καλύτερα γίνεται την δράση του δικτύου που είχαν στήσει οι ψαριανοί για να φυγαδευτούν Έλληνες και σύμμαχοι αγωνιστές στην Μέση Ανατολή.

Τα Ψαρά στην γερμανική κατοχή

Μόλις έφτασε η μαύρη ώρα της σκλαβιάς, πολλοί πατριώτες βρέθηκαν απέναντι σ’ ένα σκληρό δίλημμα : τι κάνουν; Να μείνουν εδώ και να συμμερισθούν μαζί με τους άλλους τα βάσανα, που αναμφισβήτητα θα έφερνε η κατοχή ή να προσπαθήσουν να δραπετεύσουν για την Μ. Ανατολή και να συνεχίσουν από εκεί κάτω τον αγώνα τους; Την εποχή εκείνη όμως, ένα τέτοιο ταξίδι κάθε άλλο παρά εύκολο ήταν. Αμείλικτα τα γερμανικά στούκας πετούσαν, μέρα και νύχτα, πάνω από τις ελληνικές θάλασσες και βομβάρδιζαν μικρά και μεγάλα πλοία, που δεν ήταν δικά τους. Σ’ όλο το Σαρωνικό και τον Αργολικό και πιο έξω στο Αιγαίο βυθίζονταν το ένα μετά το άλλο τα πλεούμενα αύτανδρα, με εκατοντάδες θύματα. Τα παλιά, κουρασμένα αλλά και τόσο αγαπημένα στους Έλληνες καραβάκια τη ακτοπλοΐαςμας, τα ωραία κότερα και οι θαλαμηγοί, τα φορτηγά και τα μπιγκατίνια , αποδεκατίστηκαν κυριολεκτικά. Ούτε ένας όμως δεν αποφάσισε να παραιτηθεί από το σκοπό του, όταν τον έβαζες μπροστά. Η μικρή αφρικάνικη γη, όπου θα μπορούσε κανείς να καταταχθεί στον στρατό, στο ναυτικό και στην αεροπορία, έμοιαζε σαν ένας ονειρεμένος παράδεισος. Αλλά πως ήταν να φτάσει κανείς εκεί; Πώς να ξεφύγει από την άγρυπνη επιτήρηση των Γερμανών; Και με ποιο τρόπο να διασχίσει τη θάλασσα, που την περιπολούσαν συνέχεια τορπιλάκατοι, υποβρύχια και αεροπλάνα του εχθρού; Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός όταν άρχισε να διαδίδεται σε ορισμένους κύκλους- στρατιωτικούς ιδίως- ότι ο δρόμος αυτός υπήρχε. Μικρά πετρελαιοκίνητα καΐκια, που είχαν ξεφύγει τον όλεθρο και δεν είχαν ακόμη επιταχτεί, με το πρόσχημα ότι πηγαίνουν στα νησιά για να φέρουν τρόφιμα, κατάφεραν να περάσουν στις Μικρασιατικές ακτές. 

Από εκεί και πέρα τα παραλάμβαναν αγγλικές και ελληνικές υπηρεσίες, για να τους οδηγήσουν στην Συρία ή στην Αίγυπτο. Πολλοί όμως από τους φυγάδες που έφτασαν επάνω σε δύστροπα φυλάκια, πάθαιναν αληθινή πανωλεθρία. Οι φρουροί δε τους άφηναν να αποβιβαστούν. Έτσι αναγκάζονταν να επιστρέψουν από εκεί που ξεκίνησαν. Αυτό έγινε πολλές φορές και πολλά παλικάρια χάθηκαν στο γυρισμό τους. Γιατί, σε περίπτωση που οι Γερμανοί έπιαναν κάποιον να επιστρέφει από την Ανατολή, του έριχναν αμέσως την κατηγορία του κατασκόπου. Όσο κι αν προσπαθούσε να τους πείσει κανείς για το αντίθετο , ήταν καταδικασμένος. Η μικρότερη ποινή, που του επέβαλλον συνήθως, ήταν καταναγκαστικά έργα για πολλά χρόνια. Μα και πάλι δεν την γλίτωνε αν τον πετούσαν στην ομηρία, πράγμα που γινόταν συχνά. 

Τότε στο πιο ασήμαντο σαμποτάζ τον έστηναν στον τοίχο. Πολλοί Έλληνες πατριώτες, πλήρωσαν έτσι με τη ζωή τους. Η ομηρία ισοδυναμούσε πάντοτε σχεδόν, με καταδίκη σε θάνατο. Ήταν σπάνια περίπτωση να τη γλιτώσει κανείς, κι αυτό, μόνο εάν μπορούσε να πληρώσει ‘‘λύτρα’’ στους μεσάζοντες. Δηλαδή, σε όσους τα είχαν καλά με τους Γερμανούς και έκαναν μαζί τις μυστηριώδεις και ύποπτες δουλείες τους. Η αλήθεια είναι ότι πολλοί από τους μεσάζοντες αυτούς, πρόσφεραν εξαιρετικές εκδουλεύσεις – αν και με πληρωμή πάντοτε- σε ορισμένους, που είχαν τη δυνατότητα να εξαγοράσουν το κεφάλι τους. 

Ωστόσο όσο προχωρούσε ο καιρός, τα μυστικά ξεκινήματα πολλαπλασιάζονταν. Νεαροί κι ασπρομάλληδες αξιωματικοί, όλων των όπλων, επιστήμονες, εργάτες, καλλιτέχνες, αστυνομικοί και ιερείς διαφορετικής προελεύσεως και τάξεως άνθρωποι, που τους συνέδεε άρρηκτα τι ίδιο ιδανικό και το αυτό πεπρωμένο, ξεκίνησαν για ‘‘κάτω’’. Έτσι ο ένας πίσω από τον άλλο οι φίλοι, χάνονταν από την συντροφιά. Κι όταν ρωτούσαν τους δικούς των, έπαιρναν πάντα την ίδια στερεότυπη απάντηση:

- Έφυγε για το χωριό. Ο θείος είναι άρρωστος … Μα εκείνος, που ρωτούσε είχε μπει κιόλας στο νόημα και δεν ζητούσε περισσότερες εξηγήσεις. Επειδή ήξερε πολύ καλά ποιους κινδύνους δημιουργούσε η αναχώρηση αυτή όχι μόνο για το ίδιο, ώσπου να φτάσει στον προορισμό του, αλλά και για την οικογένεια του, δεν δυσαρεστιόταν με την απόλυτη μυστικότητα, που κρατούσαν οι συγγενείς του, ακόμη και για τους πιο στενούς φίλους. Η Γκεστάπο και η Ιταλική Τση Εσσε, είχαν αρχίσει να γίνονται εξαιρετικά επικίνδυνες, με τους διάφορους προδότες, που τους βοηθούσαν στο απαίσιο έργο τους. Γι’ αυτό, όσο λιγότεροι γνώριζαν το μυστικό, τόσο το καλύτερο. Ζήλευαν μόνο οι εδώ φίλοι του για την απόδραση του και περίμεναν με αγωνία να περάσουν δυο-τρεις εβδομάδες, κάποτε μάλιστα και περισσότερο για να έρθει το ραδιοφωνικό μήνυμα που θα ειδοποιούσε συνθηματικά πως είχε φτάσει καλά.

Αφού έφευγαν από μια ερημική ακτή της Αττικής, μ’ ένα καΐκι , ο πρώτος και κυριότερος σταθμός των φυγάδων ήταν συνήθως το ηρωικό νησάκι μας, τα Ψαρά. Γιατί όλοι τους σχεδόν ήξεραν δύο πράγματα. Ότι στο κομμάτι αυτό της γης, τον ‘‘έρημο βράχο’’ θα ‘βρισκαν ασφάλεια και φιλοξενία. Σε όλο το διάστημα της κατοχής και παρ’ όλες τις προσπάθειες των Γερμανών, να βρουν Ψαριανούς συνεργάτες, δεν κατάφεραν το παραμικρό . Ούτε ένας προδότης, δεν παρουσιάστηκε πουθενά, πράγμα που έκανε τον φον Έκκερμαν, αρχηγό του Γερμανικού Ναυαρχείου του Αιγαίου, να πει σ’ ένα Έλληνα υπουργό της τότε κυβερνήσεως :

Ο θρύλος των Ψαρών εξακολουθεί. Δεν μπορούσε να είναι διαφορετικά. Το νησάκι αυτό γεννά μονάχα ήρωες. Δεν υπάρχουν προδότες.

Ο Άγιος Ηγούμενος
Συμεών Βρούλος
Κι έστειλε τρεις δικούς του εκεί, τον Γιώργο Νουμά, το Μανώλη Ξωγανάκη και τον Ευριπίδη Τασμανόπουλο –ως δήθεν ναυτικούς πράκτορες- για να κάνουν κατασκοπεία εις βάρος των νησιωτών. Από παράξενη σύμπτωση και οι τρεις αυτοί συνεργάτες των Γερμανών κατοικούσαν στην οδό Ψαρών 6, στην Αθήνα. Υπάρχει μια έκθεση προς τη μονάδα ‘‘3000’’ της οδού Παμίσου όπου, ανάμεσα στ’ άλλα, αναφέρονται και τα εξής: ‘‘ Η προσπάθεια μας απέτυχε. Κανείς δεν μας έδωσε πληροφορίες για την μυστική κίνηση των πλοιαρίων της νήσου προς τις Μικρασιάτικες Ακτές. Εν τούτοις είναι γνωστό ότι γίνονται πολλές φυγαδεύσεις. Αλλά από πιο σημείο; Και ποιοι τους φυγαδεύουν; Άγνωστο’’. Και παρακάτω: ‘‘ Απλώς ύποπτοι φέρονται οι Νικόλαος Βουραντάς και Ηλίας Πάχος, ψαράδες της νήσου, η Κατίνα Αυγερινού, ο ηγούμενος της μονής κοιμήσεως Θεοτόκου Συμεών Βρούλλος και αρχιμανδρίτης Διονύσιος Βρούλλος. Με τον ηγούμενο της Μονής, Συμεών που βρίσκεται σε βαθύτατο γήρας, ήρθαμε δυο φορές σε επαφή χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Θα παραμείνουμε εδώ λίγο διάστημα ακόμη. Κατόπιν θα περάσουμε εις την Χίον μήπως από το σημείο εκείνο μπορέσουμε να βρούμε κάποιον τρόπον ή κάποιον άνθρωπο μα μας πληροφορεί για την κίνηση των Ψαρών. Η παρουσία μας εις τα Ψαρά αρχίζει να γίνεται αισθητή. Πρέπει να υπάρξει κάποια δικαιολογία απέναντι στους νησιώτες . Η Τρίτη επαφή μας για τον ηγούμενο Συμεών στάθηκε και πάλι άκαρπη. Από την πλευρά αυτή αποκλείομε κάθε πιθανότητα επιτυχίας…’’.
Ηγούμενος
Διονύσιος Βρούλος

Πραγματικά οι τρεις αυτοί προδότες, φιλοξενήθηκαν από τον ηγούμενο που ήταν τότε ενενήντα περίπου ετών, προσπαθώντας να του αποσπάσουν πληροφορίες. Ο γέροντας όμως, μονάχα από διαίσθηση έμεινε ως το τέλος επιφυλακτικός, μ’ όλο που στο μοναστήρι κρύβονταν, τις μέρες εκείνες, ένα σορό Έλληνες και Κύπριοι αξιωματικοί, ώσπου να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία να περάσουν απέναντι από την Χίο. Πρέπει να σημειωθεί ότι όλοι σχεδόν οι φυγάδες, αποβιβάζονταν στα Καρδάμυλα, στη Βολισσό ήστον αρμίσκο Αγιασμάτων της Χίου, για να βρουν περίθαλψη και αποτελεσματική βοήθεια στη Σκήτη Ευαγγελιστρίας- Λουτρών Αγιασμάτων- από τον θαυμαστό αρχιμανδρίτη Μακάριο Σπανό. Έτσι, φεύγοντας από τα Ψαρά και πηγαίνοντας στην Χίο, ήξεραν ότι δεν επρόκειτο να χαθούν.

Ο Δάσκαλος
Δημήτριος Γρ. Σπανός
Ο άγιος, ειδοποιημένος εγκαίρως από τους διαφόρους συνδέσμους της Ψαριανής οργανώσεως και από τους εξαίρετους βοηθούς του Γιάννη Μ. Μιχαλάκη και Κώστα Σπανό, τους περίμενε για να τους παραλάβει, να τους φιλοξενήσει και να τους κρύψει, όσον καιρό ήταν ανάγκη . Έπειτα ο ίδιος πάλι, εύρισκε τον τρόπο για να τους στείλει μια κατασκότεινη νύχτα, στις Μικρασιάτικες ακτές. Ωστόσο στα Ψαρά, οι προδότες εξακολουθούσαν τις αναζητήσεις τους. Πουθενά δεν μπορούσαν να ανακαλύψουν το παραμικρό ίχνος. Γιατί, όπως είπαμε και πιο πάνω, όχι μόνο υπήρχαν καταδότες στο νησί, αλλά αυτοί, που αποτελούσαν τη οργάνωση, ήταν άνθρωποι τολμηροί και δοκιμασμένοι. Επί κεφαλής ήταν τρείς: Ο ναύαρχος Γεώργιος Σακκάς, ο τότε πρόεδρος της κοινότητας Δημήτριος Παπακωνσταντίνου και ο Δάσκαλος Δ. Σπανός. Στον τελευταίο όμως, σαν πολύ νεώτερος που ήταν από τους δύο πρώτους, έπεφτε όλο το βάρος. Αυτός έτρεχε παντού για να τακτοποιήσει τους φυγάδες, που έψαχναν σαν τους τυφλούς στο σκοτάδι, να βρουν το δρόμο, που οδηγούσε προς την ελευθερία. Η πρώτη φουρνιά που έφτασε στα Ψαρά στις 8 Οκτωβρίου 1941 ήταν όλοι τους αξιωματικοί της Αεροπορίας : Ο Σωτήρης Οικονόμου, αντισμήναρχος τότε, ο Νώντας Πλούμπης, υποπτέραρχος κατόπιν και ο σμηναγός Ανδρέας Απλαδάς.

Υπάρχει τρόπος να περάσει κανείς απέναντι; Ρώτησε τον Σπανό ένας από τους τρεις αξιωματικούς που τον γνώριζε καλά. Εσύ είσαι δάσκαλος εδώ. Ασφαλώς θα ξέρεις πρόσωπα και πράγματα. 

Ο Σπανός κοίταξε κατάματα τους τρεις φίλους: - Βεβαίως και υπάρχει, αποκρίθηκε, μη φοβάστε και όλα θα τακτοποιηθούν. Φτάνει να έχετε εμπιστοσύνη. Θα φύγετε γρήγορα. 

- Με ποίον τρόπο; 

- Δύο παλληκάρια θα σας μεταφέρουν στη Χίο, εκεί, αναγκαστικά θα μείνετε για λίγο στη Μονή της Ευαγγελίστριας.

- Κι ύστερα; 

- Με την βοήθεια του αρχιμανδρίτη Μακάριου Σπανού , θα φτάσετε στον προορισμό σας.

Έτσι και έγινε. Τους τρεις αεροπόρους τους παρέλαβαν με το καΐκι τους ο Νικόλαος Αζάπης και ο Νικόλαος Βουραντάς και την ίδια νύχτα τους αποβίβασαν στον ορμίσκο Αγιασμάτων της Χίου. Ο τολμηρός ηγούμενος ήταν εκεί και τους παρέλαβε για να τους παραδώσει αμέσως σχεδόν στον Ηλία Πάχο – ένα γενναίο παλληκάρι από την Σύμη της Δωδεκανήσου - που τους διαπεραίωσε με το ψαροκάικο του στα τουρκικά παράλια. Στο μεταξύ στο νησί έφτασε ο μεσανατολίτης Μενέλαος Καλιγέρης , που σκοπός του ταξιδιού του στην Αθήνα. Περνώντας από τον Τσεσμέ στην Χίο, με μια μικρή συμμαχική βενζίνα έμεινε εκεί τρεις ολόκληρες βδομάδες. Ο κίνδυνος μεγάλος . Γιατί αν τον έπιαναν οι Γερμανοί θα ανακάλυπταν ότι η βαλίτσα του δεν περιείχε "ψιλικό" όπως διατεινόταν, αλλά ασύρματο. Ο Καλλιγέρης πήγαινε στην Χαλκίδα, θέλοντας από εκεί να περάσει στον Ωρωπό, για να παραδώσει τον πομπό του, σ’ ένα ορισμένο πρόσωπο που τον περίμενε στην Αθήνα. Επειδή όμως δεν γνώριζε κανένα, δυσκολεύτηκε πολύ στις κινήσεις του. Τέλος βρέθηκε κάποιος Παναγιώτης Αρδάμης που προθυμοποιήθηκε να τον μεταφέρει στα Ψαρά.

- Και τι θα κάνω εκεί; Τον ρώτησε ο Καλλιγέρης. Ποιος θα με βοηθήσει;

- Όλος ο κόσμος , αποκρίθηκε εκείνος. Στα Ψαρά θασαι σαν το σπίτι σου. 

Το παλληκάρι χαμογέλασε.

- Άκουσε, απάντησε με την απλότητα του νησιώτη, αν θες μπορείς να βάλεις το μηχάνημα σου να δουλέψει στην πλατεία του νησιού. Κανείς δεν θα ανοίξει το στόμα του. Ας είναι. Θα σε πάω εγώ στο μοναστήρι της Θεοτόκου. Γνωρίζω καλά τον ηγούμενο.

Και πάλι ο καλός γέροντας δέχτηκε τον ξένο του με χαρά. Και πάλι έκανε άνω κάτω τον κόσμο για να βρει τον τρόπο να τον στείλει στην Εύβοια. 

- Όλοι φεύγουν για κάτω, του είπε με την γλυκεία του φωνή. Εσύ όμως θες να πας στην Αθήνα. Μη μου πεις τον σκοπό σου. Βλέπω τα μάτια σου και καταλαβαίνω. Ο θεός και η ευχή μου θα σε προστατέψουν ως το τέλος του πολέμου.

- Ευχαριστώ, παππούλη, αποκρίθηκε ο συγκινημένος λοχαγός. Όπου και αν βρίσκομαι, δεν θα σε ξεχάσω ποτέ. Φτάνει να κατορθώσω να φύγω γρήγορα από το φιλόξενο νησί σας. 

Τρεις μέρες αργότερα, ο Μενέλαος Καλλιγέρης, αποβιβαζόταν μυστικά σε μια ερημική ακτή της Εύβοιας και από εκεί βρήκε τον τρόπο να περάσει στον Ωρωπό, να κατέβει στην Αθήνα και να παραδώσει τον ασύρματο του στον Δημήτρη Βανδή Νυμφών 4.

Τώρα όμως που τελείωσε τη δουλειά του, έπρεπε να ξαναγυρίσει πίσω. Αυτή τη φορά βρήκε μια ομάδα από είκοσι αξιωματικούς που θα έφευγαν που θα έφευγαν για την Μ. Ανατολή με το καΐκι του Ι. Ντάβαρη.

Ανάμεσα στους αξιωματικούς αυτούς ήταν ο τότε συνταγματάρχης Αριστομένης Κεχαγιάς της 17ης Μεραρχίας πεζικού κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, ο αντιπλοίαρχος του Β.Ν Γεώργιος Μανωλάτος, υποναύαρχος ε.α., ο δικηγόρος Δ. Πεζάς, ο υποσμηναγός Ζερβουδάκης, που σκοτώθηκε στις επιχειρήσεις της Σικελίας και πολλοί άλλοι. Ο Καλλιγέρης πήγε μαζί τους.

Στα Ψαρά έφτασαν χωρίς πολλές περιπέτειες. Ο κυβερνήτης όμως του καϊκιού, ο Νταβάρης μαθαίνοντας ότι στο νησί υπάρχει φρουρά γερμανική, εξαφανίστηκε χωρίς τρόφιμα και χρήματα. Τι θ’ απογίνονταν τώρα; Ο Καλλιγέρης βέβαια είχε σκοπό να τους πάει στο μοναστήρι και να ζητήσει όπως άλλοτε την συνδρομή του ηγουμένου Συμεών Βρούλλου. Η ατυχία τους όμως στάθηκε μεγάλη. Γιατί, ακριβώς την προηγούμενη, οι Γερμανοί έκαναν αιφνιδιασμό στην Μονή, με την ελπίδα να ανακαλύψουν τίποτε ύποπτα πρόσωπα. Ο θεός όμως φύλαξε τους καλόγερους και δεν βρήκαν κανέναν. Αλλά οι φυγάδες δεν μπορούσαν να πάνε εκεί. Υπήρχε φόβος να παρακολουθεί η Γκεστάπο το μοναστήρι και να πέσουν στα χέρια της. Η κατάσταση άρχισε να γίνεται απελπιστική. 

Ευτυχώς η μυστική οργάνωση αγρυπνούσε. Ο ακάματος δάσκαλος Δ. Σπανός αντελήφθη πρώτος τους ξένους. Μονομιάς κατάλαβε τότε περί τίνος πρόκειται και χωρίς να χάσει καιρό, ειδοποίησε τους συναρχηγούς του. Οι αξιωματικοί βρέθηκαν επί τέλους ανάμεσα σε φίλους. Ώσπου να βρεθεί η ευκαιρία να φύγουν για ‘‘κάτω’’ φιλοξενήθηκαν σε διάφορα σπίτια: Στου προέδρου της κοινότητας Δημ. Παπακωνσταντίνου, στης Καλλιόπης Κατσίκα- που έκρυβε και ένα Αυστραλό- του Δημήτρη Φιλίνη, στου Γιάννη Κουτσοδόντη, στης Γαρουφαλιάς Κ. Καμβούρη και σε μερικούς άλλους. Και μ’ όλο που οι Γερμανοί παραφύλαγαν με άγρυπνα μάτια κατόρθωσαν πάλι να τους φυγαδεύσουν με τα ψαροκάικα του Δημήτρη Γιαννάκου και του Ηλία Πάχου. Ήταν 20 Μαΐου 1942.

- Δόξα σοι ο θεός, είπε ο ηγούμενος Συμεών μόλις πληροφορήθηκε τη διαφυγή τους. Είχα ένα βάρος στην ψυχή μου επειδή δεν μπορούσα να τους δεχτώ εδώ. Αφού όλα πήγαν καλά, δεν πειράζει. Τώρα θα κοιμηθώ για λίγο ήσυχος.
 Ο αρχιμανδρίτης
 Ιωακείμ Μπαρτζής &
  
ο αρχιερατικός επίτροπος
Ιωάννης Σακκάς 
Στο μεταξύ η μυστική οργάνωση ολοένα και μεγάλωνε. Δυο καινούρια στελέχη, δυο αληθινές μορφές της εκκλησίας μας, προσεχώρησαν στις τάξεις των αφανών ηρώων, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους: Ο αρχιερατικός επίτροπος Ιωάννης Σακκάς και ο αρχιμανδρίτης Ιωακείμ Μπαρτζής, εφημέριος του ιερού ναού της Μεταμορφώσεως. Έτσι το ελληνικό ράσο έλαμψε και πάλι για χιλιοστή φορά με το υπέροχο μεγαλείο του. Τα ονόματα των τολμηρών αυτών ιερέων καθώς και του ηγουμένου Συμεών Βρούλλου, του αρχιμανδρίτη Διονυσίου Βρούλλου –ηγουμένου έπειτα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και του αρχιμανδρίτη Μακάριου σπανού που ήταν επικεφαλής στο κλιμάκιο της Χίου, εμφανίζονται για πρώτη φορά στην δημοσιότητα. Κανείς δεν βρέθηκε να μνημονεύσει έστω και με δύο γραμμές, την Εθνική τους δράση. Κι αυτό επειδή οι ίδιοι δεν θέλησαν να παρουσιάσουν το χριστιανικό τους έργο. Τα στοιχεία αυτά αναφέρονται εδώ συγκεντρώθηκαν από διάφορες υπηρεσίες και από αφηγήσεις ιδιωτών. Μοιραίο λοιπόν να μας διαφεύγει το μεγαλύτερο μέρος της τολμηρής αυτής ιστορίας. Της ιστορίας μιας χούφτας ανθρώπων που έδωσαν το παν στον αγώνα εναντίον των κατακτητών. Δεν πέρασε ωστόσο πολύς καιρός από την τελευταία αποστολή, την αποστολή των 21 αξιωματικών όταν φάνηκαν στο νησί να κυκλοφορούν κάτι άγνωστα πρόσωπα. Είχαν έρθει νύχτα με το καΐκι, μα δεν μιλούσαν σε άνθρωπο. Οι νησιώτες μπήκαν στο νόημα. Όπως όλοι οι άλλοι , που πέρασαν από εκεί έτσι και αυτοί, ήταν φυγάδες. Ο Σπανός τολμηρός δάσκαλος, δεν κρατήθηκε περισσότερο. Τους πήρε από πίσω, τους ξεμονάχιασε και τους ρωτούσε. Ήταν όλοι τους στρατιωτικοί, που περίμεναν την ευκαιρία να φύγουν για την Σμύρνη. Επικεφαλής της ομάδας ήταν ο υπίλαρχος Παλαμίδης και ο στρατιωτικός γιατρός Φιλιππίδης. 

- Και με ποιο τρόπο φύγατε; Τους ρώτησε πάλι ο δάσκαλος.

- Σκεφτόμαστε να περάσουμε στην Χίο. Κι από εκεί στο Τσεσμέ.

Τρεις μέρες αργότερα, με την βοήθεια των τοπικών μυστικών οργανώσεων, η ομάδα των αξιωματικών έφευγε για Χίο. Έπιασαν στον ορμίσκο Αγιασμάτων τους παρέλαβε ο αρχιμανδρίτης Μακάριος Σπανός, τους φιλοξενούσε και ύστερα από μια βδομάδα άνοιξαν πάλι τα φτερά τους. Η δουλειά πήγαινε ρολόι . Από τα Ψαρά άρχισαν να περνούν συστηματικά πια εκτός από τους Έλληνες, Άγγλοι και Αυστραλοί, που έφευγαν για την φιλόξενη χώρα του Νείλου. 

Ένας από τους μεγαλύτερους άθλους της μυστικής αυτής οργανώσεως, ήταν η απόκρυψη δυο αξιωματικών του Λιμενικού Σώματος του Αχή και του Λεωνάκη. Οι αξιωματικοί αυτοί δεν κατόρθωσαν να φύγουν αμέσως για τον προορισμό τους, επειδή τα καΐκια ήταν απασχολημένα αλλού. Σαράντα μέρες έμειναν κρυμμένοι στο βορειοδυτικό μέρος του νησιού, κάτω από την μύτη κυριολεκτικά των Γερμανών, που φύλαγαν άγρυπνα τις ακτές και έκαναν συχνές εξορμήσεις στο μοναστήρι της Θεοτόκου. Γιατί, μ’ όλο που δεν είχαν κανένα στοιχείο εναντίον νησιωτών, ήταν απόλυτα βέβαιοι πως κάτι γινόταν. Τόσο ο Αχής , όσο και ο Λεωνάκης φιλοξενούνταν από τον Κωσταντή Ν. Καραγιώργη, την Κατίνα Αυγερινού και τον ακάματο αρχιμανδρίτη Διονύσιο Βρούλλο. Ο κίνδυνος ήταν μέγας. Αν τους έπιαναν οι Γερμανοί, όχι μόνο οι φυγάδες, αλλά και αυτοί που τους έκρυβαν δεν θα καλοπερνούσαν. Να σωθούν μονάχα οι ξένοι. Τίποτα άλλο. Ο αρχιμανδρίτης κάλεσε το Σπανό. 

- Τι λες και εσύ δάσκαλε; Τον ρώτησε. Θα καταφέρουμε να τους περάσουμε απέναντι ή όχι;

- Αμφιβάλλεις γι αυτό πάτερ; Αποκρίθηκε και εκείνος. Απόψε κιόλας θα τελειώσει η δουλειά. 

Την ίδια νύχτα οι δυο αξιωματικοί έφταναν στην Χίο και την επόμενη , με την βοήθεια του αρχιμανδρίτη Μακάριου Σπανού τραβούσαν προς την ελευθερία. Η φυγάδευση τους έγινε από τον Γιάννη Κωνσταντάρα, τον Στέλιο Κωνσταντάρα και τον Γιώργο Ορφανό. Το νησάκι, τα θρυλικά και δοξασμένα Ψαρά, συνέχισαν τη δράση τους ως την τελευταία μέρα του πολέμου. Τα Ψαρά που τίμησαν για άλλη μια φορά τ΄ όνομα της Ελλάδας. 

Γιάννης Β. Ιωαννίδης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου