Σύμφωνα με το διεθνές ναυτικό δίκαιο αλλά και με το εσωτερικό δίκαιο των Χωρών ανώνυμο πλοίο, χωρίς δηλαδή όνομα, είναι αδύνατον να υπάρξει (εκτός των παράνομων πειρατικών) αφού το όνομα είναι ένα από τα ουσιώδη στοιχεία που χαρακτηρίζουν την έννοια του πλοίου. Γεγονός πάντως είναι πως σε μια Χώρα με μεγάλη ναυτιλία όπως η Ελλάδα, είναι δυνατόν να συμβούν και τα περισσότερα ναυτικά ευτράπελα όπως και η παρακάτω ιστορία της ελληνικής πολεμικής ημιολίας «Ανώνυμου».
Το 1836 ναυπηγήθηκαν στον Πόρο για τις ανάγκες του τότε ελληνικού στόλου τρία όμοια ξύλινα σκάφη στο τύπο της ημιολίας. Στα δύο από τα τρία σκάφη δόθηκαν τα ονόματα «Ματθίλδη» και «Ναυπλία», ενώ το τρίτο ή λησμόνησαν να το βαπτίσουν ή λόγω διαμάχης δεν αποφάσιζαν ή για άλλους λόγους παρέμενε σε εκκρεμότητα. Έτσι το τρίτο αυτό σκάφος το αποκαλούσαν όλοι απλά «βασιλική γολέτα». Αυτό συνεχίσθηκε μέχρι το 1843, όταν Κυβερνήτης του σκάφους ανέλαβε ο Δημήτριος Νικολάρας, ένας θυμόσοφος Ψαριανός που είτε είχε βαρεθεί ν΄ ακούει το «βασιλική γολέτα» αντί ονόματος, είτε το θεώρησε υποτιμητικό να κυβερνά πλοίο χωρίς όνομα. Έτσι στη πρώτη του σημαντική αναφορά «θέσης πλοίου» προς το «Υπουργείον Ναυτικών» έγραψε στην οικεία θέση: «εν όρμω Λαυρίου και επί της βασιλικής ημιολίας «Ανώνυμος» τη .....».
Όταν παραλήφθηκε το σήμα γεγονός ήταν ότι θορύβησε την τότε ηγεσία του Β.Ν. αλλά δημιούργησε και άλλα ευτράπελα. Πάντως το σήμα αυτό ήταν η αιτία η μεν «βασιλική γολέτα» να λάβει αμέσως το όνομα «Μεθώνη» ο δε Κυβερνήτης Δ. Νικολάρας «αργία» με πρόσκαιρη παύση «δι΄ άκαιρον και άσκοπον αστειότητα».
Η Γολέτα Ανώνυμος ή Βασιλική Γολέτα ναυπηγήθηκε στον Ναύσταθμο του Πόρου το 1836. Το πλοίο μέχρι το 1843 δεν είχε όνομα και καλούταν «Ανώνυμος» οπότε και μετονομάστηκε σε Μεθώνη. Από την 1 Φεβρουαρίου μέχρι και τις 18 Απριλίου 1850 κατασχέθηκε από του Άγγλους στο λιμάνι της Σύρου κατά τον αποκλεισμό με τα γεγονότα Πατσίφικο, τα λεγόμενα «Παρκερικά» και στη συνέχεια ρυμουλκήθηκε στη Σαλαμίνα. Τον Μάιο του 1851 υπήρξε μια «συμμαχική» συνεργασία μεταξύ των Ελλήνων, των Γάλλων, των Αυστριακών και των Τούρκων σε επιχειρήσεις καταδίωξης των πειρατών του Νέγρη στη περιοχή της Δωδεκανήσου. Για την Ελλάδα συμμετείχαν τα πλοία «Μεθώνη» Και «Αμαλία». Τον Μάιο του 1854 κατασχέθηκε από τους Αγγλογάλλους κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου. Για πρώτη φορά έγιναν – επί του Μεθώνη- οι μετρήσεις μεταξύ των ετών 1866 – 1872 των ρευμάτων του Ευρίπου. Το 1862 αναφέρεται στη σύνθεση του Στόλου σαν ημιολία παροπλισμένη, στη συνέχεια επαναφέρεται στην ενεργεία και μνημονεύεται σαν ακταιωρός στο λιμάνι της Σύρου μεταξύ 1883-1887. Το 1890 διαλύθηκε στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας λόγω παλαιότητας.
Χαρακτηριστικά πλοίουΜήκος: 14 μέτρα.
Οπλισμός : 1 πυροβόλο των 8 λιβρών.
Πλήρωμα : 20 άτομα.
Και λίγα λόγια για τον πλοίαρχό της.
Ο Δημήτριος Γ. Νικολάρας γεννήθηκε στα Ψαρά το 1798. Σε ηλικία δέκα χρονών πήγε στην Οδησσό, όπου τον παρέλαβε ο Βαρβάκης και από τον έστειλε στο γυμνάσιο της Χίου από όπου αποφοίτησε. Επέστρεψε στην πατρίδα του το 1821 και εντάχθηκε στον στόλο των Ψαρών υπό τον Ν. Αποστόλη. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Χίου και στο κατόρθωμα της Ερεσού υπηρετώντας ως γραμματέας του Γ.Καλάρη. Έπειτα γίνεται σημαιοφόρος στο πλοίο του Ν. Καρακωσταντή όπου και διαπρέπει στην πυρπόληση στην Σάμο. Το 1822 έγινε υποπλοίαρχος και έλαβε βέρος σε δύο εκστρατείες της Κασσάνδρας, και κατόπιν στην Ναυμαχία της Πάτρας. Πήρε επίσης μέρος στην μάχη του κόλπου της Αργολίδας. Το 1824 γίνεται πυρπολητής υπό τον Κ. Κανάρη και μέχρι το 1825 μαζί θα βρεθούν σε Χίο, Σάμο, Γιαλιά ,Αστυπάλαια, Δαρδανέλια, Άνδρο, Σκόπελο, Σκιάθο, Σαντορίνη, Κίμωλο και Μεσολόγγι. Εκεί θα συμμετέχει με το πλοίο του Θ. Βώκου ως πυρπολητής και όταν εχθρικά πλοία συλλάβουν το πλοίο τους και φονεύσουν τον πλοίαρχο ο Δημήτρης Νικολάρας θα διασώσει μέρος του πληρώματος με μια βάρκα που οδηγεί σε ασφαλές μέρος εν μέσω εχθρικών πυρών. Έπειτα με τον Ν. Αποστόλη σε Ικαρία Χίο Μυτιλήνη και την πολιορκία της Μεθοκορώνης. Με την δημιουργία του Ελληνικού κράτους διορίστηκε υποπλοίαρχος του εθνικού πολεμικού βρικίου «Αντίζηλος» και μετά την έλευση του Όθωνα εντάσσεται ως υποπλοίαρχος στο Βασιλικό Ναυτικό. Σταδιακά πήρε προαγωγή κατά την διάρκεια της υπηρεσίας του και έγινε Πλωτάρχης και Λιμενάρχης Πατρών. Γιός του ήταν ο ποιητής Ανδρέας Δ. Νικολάρας. Απεβίωσε στην Αθήνα το 1881.
Α.Μ.Κ.
Πηγές: