Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

Οι πειρατές και οι «Ψαριανές καμήλες»



     Στα Ψαρά υπάρχει μια παροιμία που λέγεται όταν έχουν συμβεί εξωπραγματικά γεγονότα τα οποία όμως πλέον δεν μας κάνουν εντύπωση: «Πολλά είδαν τα μάτια μου και Ψαριανές καμήλες» . Η φράση αυτή πρωτοειπώθηκε από κάποιο Ψαριανό, του οποίου το όνομα δεν διασώθηκε , στην Σύρο την εποχή του Καποδίστρια. Ο συγκεκριμένος εκτελούσε χρέη τελώνη στο λιμάνι της Σύρου. Όταν ένα καράβι Ψαριανό έφτασε στο λιμάνι του ζητήθηκε να δηλώσει την προέλευση των εμπορευμάτων. Ήταν η εποχή που το νεοϊδρυθέν Ελληνικό κράτος προσπαθούμε με κάθε μέσο να πατάξει την πειρατεία στο Αιγαίο, την οποία ασκούσαν και πολλοί Ψαριανοί. Μέσα στα άλλα εμπορεύματα, που όλα ήταν λείες από ρεσάλτα, υπήρχαν και δύο καμήλες. Έτσι οι Ψαριανοί πειρατές δήλωσαν ως τόπο προέλευσης ακόμα και για τις καμήλες τα Ψαρά. Ο τελώνης που ήξερε την αλήθεια αλλά δεν ήθελε να προδώσει και τους συμπατριώτες του αναφώνησε αγανακτισμένος την φράση που θα έμενε παροιμιώδης .
    Ας δούμε όμως λίγα πράγματα για την πειρατική δράση των Ψαριανών. Πολλοί πιστεύουν λανθασμένα ότι οι Ψαριανοί υπήρξαν μόνο κουρσάροι.  Αρχικά να ξεκαθαρίσουμε τι σημαίνει κουρσάροι, καταδρομέας και πειρατής. Ο πειρατής  δρα ιδιωτικά για ίδιον όφελος. Ενώ ο καταδρομέας δρα κάτω από την υποτυπώδη προστασία και για λογαριασμό κάποιας κρατικής οντότητας εναντίων εχθρικών της πλοίων. Τέλος ο κουρσάρος ειναι, θα λέγαμε, ενας πιο ελυθεριάζων καταδρομέας με τα όρια να ειναι δυσδιάκριτα. Οι Ψαριανοί έκανα και τα τρία .
  Στα πρώιμα χρόνια της ναυτοσύνης των Ψαρών, στα τέλη του 17ου αιώνα, οι Ψαριανοί εκμεταλλευόμενοι την θέση του νησιού τους, επάνω στους θαλάσσιους δρόμους που οδηγούν προς και από την Κωνσταντινούπολη και την Σμυρνη, θα επιδοθούν στην πειρατεία. Όμως με την άνοδο του νόμιμου  εμπορίου και την ναυπήγηση μεγαλύτερων πλοίων που θα τους επιτρέψουν να ταξιδεύουν στην Δυτική  Μεσόγειο και και την Βόρειο Ευρώπη η πειρατεία θα εγκαταλειφθεί.
   Κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1770 πολλα καράβια των Ψαρών εφοδιάστηκαν  με καταδρομικες αδειες απο την Ρωσια και εδρασαν στο Αιγαίο ως  καταδρομικά αλλα και κουρσάρικα. Μετά το άδοξο τέλος του πολέμου εκείνου, οι Ψαριανοί κουρσάροι συνέχισαν τις εμπορικές τους δραστηριότητες. Η πείρα όμως που είχαν αποκτήσει από αυτές τις ενέργειες ήταν καθοριστική για να αντιμετωπίσουν τους λοιπούς πειρατές που δρούσαν στην Μεσόγειο. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν πειρατές εντόπιζαν κάποιο ψαριανό πλοίο φώναζαν μεταξύ τους: «Ψαριανό ΄ναι το καράβι και δεν πασάρει». Δηλαδή δεν κάνει πίσω όποτε δεν έχει νόημα να επιτεθούμε. Έτσι οι ψαριανοί από τα ορλωφικά μέχρι και το 1821 έγινα ατρόμητοι ναυτικοί που αντιμετώπιζαν επιτυχημένα κάθε πειρατική επίθεση.
     Με την κήρυξη της Επανάστασης το 1821 αντελήφθησαν ότι το νησί τους ήταν ανοχύρωτο. Η έλλειψη πυροβόλων καθώς και η ανεπάρκεια οικονομικών πόρων ώθησαν του Ψαριανούς στην οργάνωση καταδρομικού αποσπάσματος αποτελούμενο από 4 πλοία υπό την αρχηγία του Ανδρέα Γιαννίτση με σκοπό να "απαλλοτριώσουν" Οθωμανικά όπλα δια εφόδου εάν και εφόσον καταφέρναν να εντοπίσουν αξιόλογο στόχο. Έκαναν επιδρομές στα βόρεια μικρασιατικά παράλια από όπου απέσπασαν αρκετά κανόνια και όπλα για να οχυρώσουν το νησί τους. Η καταδρομικές επιχειρήσεις, συνεχίστηκαν για όλοι την διάρκεια της Επανάστασης για εφοδιασμό των επαναστατών.
     Χαρακτηριστικό της Ψαριανής ανδρείας είναι το εξής περιστατικό. Τον Ιούνιο του 1823, αυστριακό μπρίκι συνέλαβε στη Λέρο το μύστικο του Ανδρέα Σταματάρα μαζί με ένα άλλο ψαριανό μύστικο και μια κασιώτικη γολέτα και τα οδήγησε στη Σμύρνη. Εκεί τα πούλησε στις τουρκικές αρχές αντί 25.000 δίστηλων ταλλήρων για την κάλυψη των ζημιών της αυστριακής ναυτιλίας. Οι Τούρκοι οδήγησαν τους Έλληνες κουρσάρους, οδικός μέχρι τα Μουδανιά της Προποντίδας και εκεί τους επιβίβασαν σε πλοίο, με σκοπό να τους μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διαδρομή όμως λόγω των εναντίων ανέμων που φυσούσαν στην περιοχή του Αγίου Στεφάνου, οι κρατούμενοι Έλληνες κατόρθωσαν να απαλλαγούν από τα δεσμά τους και να γίνουν κύριοι του σκάφους. Αμέσως φόρεσαν τα ρούχα του τουρκικού πληρώματος, κατόρθωσαν να εξαπατήσουν τις αρχές των Μπογαζίων (Στενών) και μετά από πολλές περιπέτειες να καταπλεύσουν σώοι στα Ψαρά.
       Μετά το ολοκαύτωμα των Ψαρών το 1824, οι διασωθέντες Ψαριανοί, φιλοξενήθηκαν για μερικούς μήνες σε διάφορα νησιά του Αιγαίου. Στη συνέχεια ενισχυθέντες από τον συμπατριώτη τους Ι. Βαρβάκη, άρχισαν να ναυπηγούν μικρά πλοία. Επειδή δεν μπορούσαν να προσληφθούν σαν πληρώματα στα υδραίικα και σπετσιώτικα πλοία, λόγω ανεργίας και μη δυνάμενοι να υπηρετήσουν σε άλλες θέσεις, διότι η προσωρινή κυβέρνηση δεν είχε τους απαραίτητους πόρους, επιδόθηκαν στη πειρατεία, λεηλατώντας ανεξέλεγκτα τις προσβάσεις του Θερμαϊκού και του Παγασητικού. Με τη πρόοδο του χρόνου ναυπήγησαν και μπρίκια. Με τα πλοία αυτά έκαναν επιδρομές στα παράλια της Συρίας και της Αιγύπτου, αποκομίζοντας μεγάλες λείες. Το κακό επιτεινόταν κατά τη χειμερινή περίοδο οπότε η τουρκική αρμάδα επανέπλεε στον Ελλήσποντο, οι δε ελληνικές μοίρες παροπλίζονταν στην Ύδρα και στις Σπέτσες. 30 Ψαριανά πλοία είχαν εγκαταστήσει την πειρατική βάση τους στη Τήνο και 15 άλλα δρούσαν μεμονωμένα. Πιεζόμενοι και διωκόμενοι για πειρατεία από τα ξένα πολεμικά, πέτυχαν περί το Μάιο του 1826, να αποκτήσουν από την ελληνική διοίκηση άδειες καταδρομής. Οι άδειες αυτές συνοδευόντουσαν από συγκεκριμένες διαταγές, που διέγραφαν καθαρά τον χώρο και τον τρόπο της δράσης τους, ώστε να τηρούνται οι κανόνες που ρύθμιζαν την ελεύθερη ναυσιπλοΐα και να μην παραβιάζεται το διεθνές δίκαιο. Όμως οι Ψαριανοί ναυτικοί εγκατέλειψαν την αποστολή και τα καθήκοντα τους (που περιορίζονταν αυστηρά στην καταδίωξη των τουρκικών εμπορικών πλοίων ή πλοίων φερόντων μεν ξένη σημαία, αλλά μεταφερόντων τρόφιμα και πολεμοφόδια προοριζόμενα για τον εφοδιασμό των πολιορκουμένων υπό των Ελλήνων φρουρίων της Ευρίπου και Καρύστου) και στράφηκαν σχεδόν αποκλειστικά σε πράξεις πειρατείας. Κανένα εμπορικό πλοίο, μικρό ή μεγάλο, ελληνικό ή ξένο, δεν μπορούσε να ξεφύγει από τα μάτια των πειρατών, που είχαν εγκαταστήσει το ορμητήριο τους στους όρμους των νησιών των Βορείων Σποράδων. Έτσι, κάθε πλοίο που θα τολμούσε να πλεύσει στα πελάγη που προσδιορίζονται από το στόμιο του Παγασητικού, το Αρτεμίσιο ακρωτήριο και τη θαλάσσια περιοχή της Σκύρου ως τη Χαλκιδική και την Κασσάνδρα προς βορρά και προς νότο, τη νότια έξοδο του Ευβοϊκού κόλπου, αποτελούσε τη βέβαιη λεία πειρατών. Πολλές ήταν οι χωρίς αποτέλεσμα διαμαρτυρίες, ζημιωμένων εμπόρων και πλοιοκτητών προς την κυβέρνηση, για την καταπολέμηση της πειρατείας. Πολλοί δε Ψαριανοί πειρατές είχαν καταφύγει στην Άνδρο, μεταξύ των οποίων οι Σταμ. Μαρίνος, Νικ. Μπαρμπέρης, Μόρος και Βόγιος. Αρκετοί επίσης Ψαριανοί συνεργάζονταν με τους πειρατές της Γραμβούσας.       
  Ακόμα, οι συχνότερες επιδρομές τους, αποσκοπούσαν στη λεηλασία των παράλιων οικισμών, την απαγωγή ποιμνίων, όπλων, πλοίων και τη σύλληψη σημαινόντων αιχμαλώτων, που θα μπορούσαν να ανταλλαγούν με λύτρα. Η συνήθης τιμή ανταλλαγής ενός αιχμαλώτου έφτανε τα 3.000 – 5.000 γρόσια, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που συλληφθέντες αντηλλάγησαν ακόμα και για 8.000 γρόσια. Ο κόλπος του Τσανταρλή και του Αδραμυτίου, η περιοχή της Φώκαιας και της Αίνου, η Μυτιλήνη, η Τένεδος, η Ίμβρος και τα Μοσχονήσια υπήρξαν τα παράλια που δεινοπάθησαν περισσότερο από τους Ψαριανούς.
Έγγραφο των τριών ναυάρχων
Σ. Κόδριγκτον, Δεριγνύ και Κ. Έιδεν
περί περιορισμού των ελληνικών
καταδρομικών από τον
κύκλο της πειρατείας
      Στις επιχειρήσεις των Ψαριανών υπέφερε και η ουδέτερη ναυτιλία και ιδιαίτερα η αυστριακή που μονοπωλούσε τότε το εμπόριο στα παράλια της Ιωνίας. Σε αυτές τις επιχειρήσεις διακρίθηκαν πειρατές όπως οι Στ. Κουνιάδης, Γεώργιος Μικές, Δημ. Καλημέρης και πολλοί άλλοι. Ο τελευταίος μάλιστα συνελήφθη από αυστριακό μπρίκι, μεταφέρθηκε στην Αυστρία και καταδικάστηκε για πειρατεία σε κάθειρξη 13 ετών.
      Το Μάιο του 1826, πέντε ψαριανά πειρατικά συνέλαβαν βρετανικό εμπορικό και λαφυραγώγησαν τα μεταφερόμενα στην Πόλη πολύτιμα αργυρά σκεύη του εκεί Βρετανού πρέσβη Κάνιγκ, αδελφού του Βρετανού πρωθυπουργού. Το τόλμημα αυτό φόβισε και τους ίδιους τους πειρατές, οι οποίοι μετέφεραν τα λάφυρα αυτά στην Αίγινα και τα έθαψαν, όμως μετά από γενική κατακραυγή αναγκάσθηκαν να τα επιστρέψουν.
   Τα νησιά ήταν γεμάτα με κάθε είδος εμπορεύματα, η δε Σύρος και η Αίγινα έγιναν τα κέντρα και οι επίσημες αγορές των πειρατών, όπου πουλιόνταν ακόμα και δούλοι. Όταν όμως οι πειρατείες των Ψαριανών έφτασαν στον απροχώρητο, ο Βρετανός πλοίαρχος Χάμιλτον, απηύθυνε στις 3 Μαΐου 1826, απειλητική διακοίνωση προς την επιτροπή των Ψαριανών στην Αίγινα, στην οποία ζητούσε την απαγόρευση των καταδρομών και την πώληση λειών και απειλούσε ομαδικά και την επιτροπή και την πόλη της Αίγινας. Κλήθηκε τότε στην Αίγινα ο Γάλλος μοίραρχος Δε Ριγνύ για να πατάξει τους πειρατές στην ίδια τη φωλιά τους. Ο Κανάρης, ο οποίος βρισκόταν στο νησί και προσπάθησε να επιβάλει την τάξη, προσεβλήθη από τον όχλο των πειρατών, αλλά η έγκαιρη εμφάνιση των γαλλικών φρεγατών «La Sirene» και «Galathee», οι οποίες αποβίβασαν αγήματα, τους διασκόρπισε. 
Ταυτόχρονα από τις γαλλικές φρεγάτες κάηκαν 14 πειρατικά πλοιάρια καθώς και όσα βρέθηκαν στα ναυπηγεία. Η ελληνική διοίκηση επιδοκίμασε την ενέργεια αυτή. Αμέσως μετά αποβιβάστηκε στη Αίγινα με εντολή της διοίκησης ο λόχος του φιλέλληνα Φαβιέρου και με τη συνδρομή των Ψαριανών προκρίτων, έκαψε τα υπόλοιπα πλοία και έδιωξε τους πειρατές.
      Ο Ιωάννης Καποδίστριας ,με την άφιξή του, προσπάθησε να θέσει τέλος στην πειρατεία και ανέθεσε στον Μιαούλη να το πράξει. Ο Μιαούλης σε σύντομο χρονικό διάστημα κατάφερε σχεδόν να εξαφανίσει το φαινόμενο από το Αιγαίο. Έμειναν μόνο ελάχιστοι πειρατές που κ αυτή με τον χρόνο τα παράτησαν.  
      Εκείνη την περίοδο λοιπόν συνέβη και στην Σύρο το περιστατικό με τις καμήλες όπου μας έδωσε την περίφημη παροιμιώδη φράση:

«Πολλά είδαν τα μάτια μου και Ψαριανές καμήλες» 



Ανδρέας Μ. Καραγιώργης





Για την πειρατική δράση των Ψαριανών αντλήθηκαν στοιχεία από http://perialos.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου